πρώτη δημοσίευση 28.1.2021
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΧΑΤΖΗΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ
Οπλαρχηγοί του Πόντου στον Νομό Δράμας
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Ανταλλαγή των πληθυσμών, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης και τους όρους του νικητή Μουσταφά Κεμάλ, έμειναν στα χώματα των προγόνων 500.000 περίπου θύματα και ξεριζώθηκαν 1.500.000 Έλληνες χριστιανοί, έναντι 400.000 περίπου Μουσουλμάνων. Ανάμεσα τους και Πόντιοι. Ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης, που υπηρέτησε στη Μητρόπολη Δράμας από το 1922 μέχρι το 1928, όποτε και αποδήμησε[1], στο βιβλίο του Ο Πόντος ανά τους αιώνας παρουσιάζει έναν ενδιαφέροντα γενικό απολογιστικό πίνακα του πληθυσμού του Πόντου[2]:
ΓΕΝΙΚΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
των καταστροφών του Πόντου από της αρχής του Ευρωπαϊκού Πολέμου μέχρι της Ανακωχής.
-Έλληνες Ορθόδοξοι του Πόντου προ του 1914 697.000
-Εξετοπίσθησαν εις την Τουρκίαν 259.674
-Εξετοπίσθησαν και κατέφυγον εις την Ρωσίαν 85.800
-Απηγχονίσθησαν, εσφάγησαν, εκάησαν ή ετάφησαν ζώντες
και εθανατώθησαν εκ των κακουχιών επί τόπου και εν τη εξορία 170.576 και
-Υπελείφθησαν μετά την ανακωχήν εν Πόντω 440.624.
Από τον απογραφέντα πληθυσμό των 111.000 περίπου κατοίκων του Νομού Δράμας το 1928, το 68%, δηλαδή τα τρία τέταρτα περίπου του πληθυσμού ήταν πρόσφυγες. Ο Νομός Δράμας ορίζεται από το κράτος ως ο πρώτος κατά προτεραιότητα για εγκατάσταση προσφύγων μαζί με το Νομό Κιλκίς. Από εκεί έφυγε μεγάλος αριθμός Βουλγάρων και από εδώ Μουσουλμάνων.
Είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι το 1920 από τους 90.000 περίπου κατοίκους του νομού, μόνον περί τους 30.000 είναι Έλληνες και το 1928, σύμφωνα με την απογραφή του έτους εκείνου, από τους 58.086 πρόσφυγες, 28.732 ήταν Πόντιοι. Και μαζί με τους 1.988 Καυκάσιους ξεπερνούσαν τις 30.000. Μεγάλος αριθμός προσφύγων προωθήθηκε στο βόρειο ορεινό όγκο του νομού, χωρίς σοβαρή εξασφάλιση όρων επιβίωσης. Πρώτον όλοι οι οικισμοί κατοικούνταν από Μουσουλμάνους, ανάμεσα στους οποίους έπρεπε να διαβιώνουν ως το τέλος της άνοιξης του 1924 που θα αποχωρούσαν και δεύτερον γιατί επί απαράδεκτα αρκετό καιρό δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν γη χωρίς απαραίτητα υποζύγια, πέραν της γύμνιας και του αφόρητου κρύου που περόνιαζε τα καχεκτικά και αδύνατα κορμιά τους. Ακόμη και μετά από πέντε περίπου χρόνια παραμονής στα σύνορα, η εγκατάσταση παρουσίαζε σοβαρότατα προβλήματα. Το ζήτημα έφτασε και συζητήθηκε και στη Βουλή των Ελλήνων. Το γεγονός προκάλεσε έντονη ανησυχία και δικαιολογημένη τάση φυγής, όπως αποκαλύπτεται, στις 22.11.1928, στην τοπική εφημερίδα Θάρρος, την εφημερίδα που περιέσωσε τον παλμό της καθημερινότητας του τόπου, και όχι μόνο, από το 1924 ως το 1983. Γράφει: Οι παραμεθόριοι και ο κίνδυνος διαρροής-Κρούομεν τον κώδωνα του κινδύνου προς τας ανωτέρας διοικητικάς και στρατιωτικάς αρχάς ως και τον Γεν. Διοικητήν κ. Θεοφύλακτον εναντίον ορισμένης εκμεταλλευτικής σπείρας, η οποία από τινος χρόνου επιδιώκει την διαρροήν των προσφύγων της μεθορίου εις τα πόλεις, διά λόγους τους οποίους είναι έκδηλον πάντες να κατανοήσουν. Το αποσκοπούμενον ανοσιούργημα ενέχει σοβαροτάτην εθνικήν σημασίαν και οι αρμόδιοι δεν είναι δυνατόν να παραμείνουν αδιάφοροι και ασυγκίνητοι. Και ο ίδιος ο Γενικός Διοικητής μετά από λίγες μέρες έγραφε στην ίδια εφημερίδα: Αισθάνομαι θλίψιν μεγάλην διότι ανέγνωσα εις το «Θάρρος» τα εν τω συνεδρίω των παραμεθορίων συνοικισμών κατά του κράτους…
Στο πλαίσιο αυτής της «εθνικής σημασίας» μπορεί άνετα να ενταχθεί και η ίδρυση του Συλλόγου Ποντίων Οπλαρχηγών «Αλύτρωτος Πόντος» στη Δράμα το 1925, από τους μπαρουτοκαπνισμένους αδούλωτους του Πόντου, πολλοί από τους οποίους έμειναν στα βουνά μέχρι και επτά χρόνια, για να μην πεθάνουν στα τάγματα θανάτου, τα γνωστά αμελέ ταμπουρού των Νεότουρκων κινηματιών. Από τα πρώτα χρόνια της εδώ εγκατάστασής τους, κατά τις εθνικές επετείους, δεν παρέλειπαν να παρουσιάζονται οι καπετάνιοι με τις ένδοξες στολές τους και να απολαμβάνουν τις τιμητικές ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα του κόσμου. Το πρώτο ιδρυτικό Συμβούλιο, που εκπροσώπησε τον Σύλλογο ως τις 29 Ιουλίου 1927, κάλεσε γενική συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο δικηγορικό γραφείο του Χρυσόστομου Καραΐσκου και συγκροτήθηκε ως εξής:
Πρόεδρος: Χαρ. Κοσμίδης,
Αναπληρωτής προέδρου: Ιορδάνης Χασαρής,
Γενικός Γραμματέας: Χρυσόστομος Καραΐσκος,
Ταμίας: Ευριπίδης Σαμλίδης,
Μέλη: Δ. Ασλανίδης, Ε. Λεοντιάδης, Ε. Σταυρίδης, Κ. Δεϊρμεντζόγλου, Α. Κουτσίδης, Καρανικόλας και Χατζηηλιάδης.
Η γενική συνέλευση έκρινε άκυρη ως άτυπη τη συνέλευση που έγινε στο ξενοδοχείο του Δελησαββίδη με θέμα την ίδρυση και άλλου Συλλόγου, διότι η συνέλευση της 29ης Ιουλίου 1928 δεν αναγνωρίζει άλλο ποντιακό σύλλογο με τους ίδιους σκοπούς.
Στις 11 Αυγούστου 1928 επισκέφτηκε το Παρανέστι (Μπούκια) ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας Θράκης Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου. Στην υποδοχή θα παραστούν ο πρόεδρος του Συλλόγου Κοσμίδης και ο γραμματέας Καραΐσκος. Θα προσφερθεί γεύμα από τον πρόεδρο Παρανεστίου Μ. Σπανίδη και παρευρίσκονται σε αυτό επίσης ο σταθμάρχης Χωροφυλακής Παπαδάκης και ο έμπορος Χατζηαναστασίου.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1928 ο πρόεδρος έστειλε στον Λεωνίδα Ιασωνίδη το τηλεγράφημα: Καθήκον μας υπέρτατον θεωρούμεν να υποβάλωμεν εις τον αλτρουιστήν βουλευτήν Θεσσαλονίκης κ. Ιασωνίδην θερμά ευχαριστήρια διά την πειστικότητα και παραστατικότητα μετά της οποίας εξέθηκε το ζήτημα των παραμεθορίων και οπλαρχηγών εις την Βουλήν, προκαλέσας τα ρίγη της συγκινήσεως εις την Βουλήν και επαξίως χειροκροτηθείς. Τα δάκρυα του κ. Βενιζέλου τα οποία επροκάλεσε και επεκαλέσθη, ευχόμεθα να αποβούν καρποφόρα, όσον και η ιδική του προσπάθεια.
Αντιπρόσωπος οπλαρχηγών Μεθορίου.
Ο Πρόεδρος Χαρ. Κοσμίδης
(Εφ. Θάρρος, 29.11.1928).
Τον Φεβρουάριο του 1931 συγκροτήθηκε νέο Διοικητικό Συμβούλιο:
Πρόεδρος Στυλ. Κοσμίδης,
Αναπληρωτής προέδρου: Γ. Απανοζίδης,
Γενικός Γραμματέας: Α. Παπαδόπουλος,
Ταμίας: Κ. Παπουλίδης,
Σύμβουλοι: Ι. Χασαρής, Σ. Καραγιαννίδης κ.ά.
Ειδικού ενδιαφέροντος είναι και το τηλεγράφημα του Συλλόγου προς τον Μητροπολίτη Κιτίου Κύπρου, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρεται: Εξέγερσις αδελφών Κυπρίων κατά πανισχύρου αυτοκρατορίας πληρεί ενθουσιασμού καρδίας παλαιμάχων αγωνιστών υπέρ ελευθερίας Κύπρου. Συγχαίροντες, ευχόμεθα επικράτησιν ιερού αγώνος. Πρόεδρος Σωματείου «Ελεύθερος Πόντος», τέως Αρχηγός επαναστατών Πόντου, Στυλιανός Κοσμίδης.
Στην εφημερίδα Θάρρος (φύλλο 29ης Οκτωβρίου 1928) δημοσιεύτηκε τετράστηλη έκθεση από την επιμνημόσυνη δέηση της προηγουμένης στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου, όπου μίλησε και ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας-Θράκης Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου, πατέρας της γνωστής ιατρού της Θεσσαλονίκης Άννας: Το εν τω μέσω του ναού σεμνότατον κενοτάφιον, ένθεν και ένθεν του οποίου ετοποθετήθησαν δέκα ευσταλείς οπλισμένοι και με την εθνικήν του Πόντου ανταρτικήν στολήν ενδεδυμένοι Πόντιοι οπλαρχηγοί εκ των επιζησάντων εξ εκείνης της μαύρης του Πόντου συμφοράς, προσήλκυον του εκκλησιάσματος τα βλέμματα, όπως και η μεγάλη ιστορική και εθνική σημαία του Πόντου, η φέρουσα εν τω μέσω αυτής τον αετόν…
Στις εκλογές του Συλλόγου (7 Φεβρουαρίου 1931) εκλέγονται στο Δ.Σ.: πρόεδρος Στυλιανός Κοσμίδης, αναπληρωτής προέδρου Γ. Απανοζίδης, γενικός γραμματέας Α. Παπαδόπουλος, ταμίας Κ. Παπουλίδης, σύμβουλοι Ι. Χασαρής και Στ. Καραγιαννίδης (Θάρρος, 08.02.1931).
Στο τέλος Νοεμβρίου 1931 (Θάρρος, 01.12.1931) δημοσιεύονται και τα αποτελέσματα των εκλογών και τα ονόματα των μελών του νέου Δ.Σ.: Πρόεδρος, Στυλ. Κοσμίδης, Μέλη: Λ. Παπαδόπουλος, Κ. Παπουλίδης, Γ. Απανοζίδης, Ι. Χασαρής, Στ. Καραγιαννίδης, Ε. Λεοντιάδης. Εξελ. Επιτροπή, Καλλίνικος Σαρηγιαννίδης, Γεώργιος Δελησαββίδης, Δημοσθ. Παπαδόπουλος.
Κατά τη μεταξική περίοδο που ακολούθησε, οι Βενιζελικοί δεν περιέπεσαν απλά σε δυσμένεια, αλλά και εκτοπίστηκαν και απολύθηκαν κλπ. Φλογεροί λάτρες του Βενιζέλου έλαβαν μέρος και στο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Τους πρόλαβε ο Κονδύλης στον Στρυμόνα και τους έστειλε πίσω γυμνούς. Κατασχέθηκε η προσκείμενη στον Βενιζέλο εφημερίδα Θάρρος. Κάποιες πληροφορίες βρέθηκαν στο σχισμένο φύλλο της 11ης Μαΐου 1935. Γράφηκε ότι σκοτώθηκε ο ανθυπασπιστής από το Οχυρό Σταύρος Λύκος και τραυματίστηκε ένα άτομο από βομβαρδισμό αεροπλάνου στη Δράμα.
Όταν ήρθαν οι Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, είχαν ήδη στα χέρια τους καταστάσεις των ανταρτών του Πόντου. Έλαβαν όσα προληπτικά μέτρα μπορούσαν, σκόρπισαν, κρύφτηκαν και άλλοι διέφυγαν δυτικά προς τη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα και άλλοι πήραν τα βουνά. Αγωνίστηκαν, περιόρισαν στον βαθμό που μπόρεσαν τις βαρβαρότητες των σκληρών κατακτητών και προστάτεψαν τον πληθυσμό. Με τη λήξη του πολέμου παρέδωσαν τον οπλισμό τους κατά τις ημέρες της Συμφωνίας της Βάρκιζας, αλλά δεν πρόλαβαν να απολαύσουν τα αγαθά της ειρήνης. Μπλέχτηκαν, άλλοι με τη θέλησή τους και άλλοι χωρίς αυτή, στα θανατηφόρα δίχτυα του Εμφυλίου. Δεν επανίδρυσαν τον σύλλογο. Τη θέση του κατέλαβαν τα εθνικά ανταρτικά τμήματα από τη μια και οι οργανώσεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από την άλλη. Μια ελάχιστη αναφορά σε όποιους έγινε εφικτό, αξίζει στη μνήμη τους.
Ο Κοσμίδης Στυλιανός (Ιστύλ Αγά) γεννήθηκε το 1886 στο χωριό Κοβτζέ Πουγάρ της Αμισού (Σαμψούντας) και ήταν ο ξακουστότερος πολέμαρχος στο θρυλικό αντάρτικο του Δυτικού Πόντου. Έχασε τον αδελφό του Ηλία σε μάχη στην Όξε της ίδιας περιοχής και η μαχητικότητά του εναντίον των Τούρκων ξεπέρασε πολλές φορές τα ανθρώπινα και ανήλθε στα όρια του θρύλου. Με τη βοήθεια των υπαρχηγών του Παπουλίδη, Τσακαλή και Γιαγκούλα, έγινε ο φόβος και ο τρόμος του Τοπάλ Οσμάν και ο μόνιμος κεφαλόπονος του Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Σαμψούντα τον Μάιο 1919. Στη Δράμα, την οποία επέλεξε ως τόπο κατοικίας μετά την Ανταλλαγή, ο Ιστύλ Αγάς αγωνίστηκε πάλι σκληρά για να πάρει το τουρκικό χάνι στη σημερινή οδό 19ης Μαΐου, αριθ. 104, απέναντι από τον άλλοτε πετρελαιοκίνητο μύλο του Βωλακιώτη Μαυρίκα. Και λέω αγωνίστηκε, γιατί, όταν αποσύρθηκε η ΕΑΠ, την κινητή περιουσία που περιήλθε στο Δημόσιο την πήρε η νεοϊδρυθείσα το 1929 Εθνική Τράπεζα. Και αυτό φαίνεται λογικό. Το παράλογο είναι ότι, ενώ οι πρόσφυγες είναι άστεγοι, η Τράπεζα πουλάει με πλειοδοτικούς διαγωνισμούς στους εύπορους τα τουρκικά κτήματα που προορίζονται για τη στέγαση των προσφύγων, αντί να τα παραχωρήσει σε αυτούς σε λογικές τιμές έναντι των αποζημιώσεων τις οποίες τους οφείλει. Ο Ιστύλ Αγάς πέθανε το 1940 και ο τάφος του βρίσκεται στα κοιμητήρια Δράμας λησμονημένος. Το μνήμα του ανθρώπου που έσωσε, μόνο σε μια συγκυρία, τουλάχιστον 6.000 ψυχές από τα ξίφη και τα όπλα του Κεμάλ.
Ο Χασαρής Ιορδάνης. Γεννήθηκε στη Σαμψούντα του Πόντου στη δεκαετία του 1890 και εγκαταστάθηκε στην Καλλίφυτο Δράμας. Ο Παύλος Καριπίδης από τη Νέα Αμισό, σε συνέντευξή στον Χρήστο Σαμουηλίδη στις 18.05.1963 δήλωσε μεταξύ άλλων ότι η τρίτη αποστολή των εξόριστων από το Γαμάν (12 χιλιόμετρα νότια της Σαμψούντας) ματαιώθηκε από τον Ιορδάνη Χασαρή. Η πρώτη, τον Ιούνιο 1921, εξοντώθηκε στο Καβάκ, η δεύτερη έφυγε για τον προορισμό της. Την τρίτη αποστολή την πρόλαβε ο Χασαρής στο Τσιμπούς Χαν, πολέμησε με τον Λιβά πασά και έσωσε τους μισούς από τους 3.000-4.000 Έλληνες που δεν ξέρουμε ποια θα ήταν η τύχη τους. Αυτοί που σώθηκαν μετά από τη μάχη των 7-8 ωρών, τραγούδησαν ένα τραγούδι για το Χασαρή που έλεγε:
Ουτσουντζή ταπουρτάν - Από το τρίτο Τάγμα εξορίας
γατσάν φιραρί - Οι εξόριστοι (σκαστοί) λιποτάκτες
κετζέ κουντούζλέρ - νύχτα και μέρα
γιασά Χασαρή - μπράβο Χασαρή!.
Έλαβε μέρος στο κίνημα της Δράμας στις 28.09.1941 και καταδικάστηκε σε θάνατο από το καθεστώς του Βόρι. Διέφυγε όμως πέρα από τον Στρυμόνα και εντάχθηκε στην ΠΑΟ. Έλαβε μέρος στην αιματηρή μάχη του Κιλκίς τον Νοέμβριο 1944, όπου αναμετρήθηκαν ΕΛΑΣ-ΠΑΟ και διαλύθηκε η δεύτερη. Ο Χασαρής αιχμαλωτίστηκε, βασανίστηκε και εκτελέστηκε.
Ο Καραΐσκος Χρυσόστομος, κατ’ άλλους έφεδρος υπολοχαγός και κατ’ άλλους λοχαγός στη Μικρασιατική Καταστροφή, με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης επισκέφτηκε με διπλωματικό διαβατήριο του Ερυθρού Σταυρού τον Ιστύλ αγά και άλλους οπλαρχηγούς στον Πόντο το 1922 και ασχολήθηκε με την οργάνωση του αντάρτικου και την περίπτωση αυτονομίας του Πόντου ή τη δημιουργία ποντοαρμενικού κράτους, σύμφωνα με πρόταση του Ε. Βενιζέλου, την οποία δεν δέχτηκαν οι Αρμένιοι.
Ένα από τα σοβαρά προβλήματα του κράτους ήταν –όπως είδαμε– η φύλαξη των βόρειων συνόρων του. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαία και συμπτωματική η παρουσία πολλών έμπειρων από το αντάρτικο του Πόντου στους συνοριακούς αυτούς νομούς. Οι νομοί του Κιλκίς, της Δράμας, της Κοζάνης και της Φλώρινας, φιλοξένησαν κατ’ αξιολογική σειρά τους περισσότερους πρόσφυγες. Και σε ό,τι αφορά τη Δράμα, σε όλα σχεδόν τα χωριά που φιλοξένησαν πολλούς πρόσφυγες, βρέθηκαν αξιόμαχοι αγωνιστές από το αντάρτικο του Πόντου. Μερικά παραδείγματα:
Ο Καλαϊδόπουλος (Καλαϊτζόγλης) Γεώργιος από τη Δίρχα της Σάντας, κάτοικος Οχυρού. Έπαιζε στην πατρίδα λύρα σε τουρκικό γάμο, όταν του επιτέθηκαν δυο Τούρκοι. Ξέφυγε, εντάχτηκε στα τμήματα του Μήτου, του Τσερίπ και του Δαμιανού (Τσολάκ) μαζί με τα δυο αδέλφια του και όταν σκοτώθηκαν οι οπλαρχηγοί του, έγινε ο ίδιος καπετάνιος. Πέθανε το 1957 στο Οχυρό.
Ο Καραϊσαρλής Παντελής (Τσαχίρ Παντελής). Γεννήθηκε το 1887 στην Όξε Αμισού και στην Ελλάδα επέλεξε ως τόπο εγκατάστασης τους ακρινούς Ποταμούς. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Καψή[3], ήταν υπαρχηγός του Παντέλ αγά το 1917.
Ο Καρυπίδης Αντύπας (Καρύπογλους) (1890-1960). Καταγόταν από την Τάχνα Πάφρας, φοίτησε στο αμερικανικό Κολλέγιο της Μερζιφούντας και βρέθηκε φημισμένος οπλαρχηγός στην περιοχή. Έλαβε μέρος στις μάχες Νεπιέν, Παλίκ Γκιολ, Κουρού Κοκτσέ, Τσατσούρ δίπλα στον Αντών Πασά.
Ο Μπαϊρακταρίδης Αναστάσης. Ο 18χρονος το 1920 από την περιοχή της Πάφρας, αναδείχθηκε σε καπετάνιο, τραυματίστηκε τέσσερις φορές, διέφυγε στη Ρωσία και από εκεί ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη συνοριακή Μικροκλεισούρα Δράμας, επειδή –ομολογούσε– ότι δεν είχε Σταθμό Χωροφυλακής.
Για τον συγκεκριμένο λόγο, στο Παρανέστι, το Σιδηρόνερο, τον Νικηφόρο, το Κάτω Νευροκόπι και τα χωριά τους είχαν εγκατασταθεί και κάλυψαν τον ορεινό όγκο του νομού Δράμας καπετάνιοι και αντάρτες. Αλλά και από τον κάμπο δεν έλειπαν οι αγωνιστές του Πόντιου.
Από την εφημερίδα Πρωινός Τύπος Δράμας της 29.09.2017, που δημοσιεύει κείμενο της εφημερίδας Νεολόγος, στις αρχές Οκτωβρίου 1926, μαθαίνουμε ότι ο Θεόδωρος Λαμπρίδης, κάτοικος Καβακλί, κατέλαβε και εγκαταστάθηκε αυθαίρετα σε ένα καταλληλότατον και ευρύχωρον οίκημα, στο οποίο ο πρόεδρος ήθελε να στεγάσει πολλές άστεγες προσφυγικές οικογένειες. Ο αστυνόμος ενωμοτάρχης Μελίδης πήρε το μπαστούνι ενός επιστάτη και ξυλοκόπησε τους κατοίκους του χωριού Κουρτζίδη και Παπαδόπουλο. Βρέθηκε εκεί ο οπλαρχηγός του Πόντου Παναγιώτης Θεοδωρίδης και πρόεδρος του Γεωργικού Συνεταιρισμού «Αγάπη» και απέτρεψε το λιντσάρισμα του αστυνόμου από τους πρόσφυγες κατοίκους. Ο Θεοδωρίδης κατευθύνθηκε προς την οικία του αστυνόμου Δοξάτου ανθυπομοίραρχου Λεφάκη. Τον πρόλαβε ο αστυνόμος, τον κλώτσησε και τον γρονθοκόπησε σε όλο του το σώμα. Το αίμα έρρεεν από το στόμα και την μύτην του δυστυχούς κ. Θεοδωρίδου.
Ο αστυνόμος φοβήθηκε και ζήτησε συγγνώμη. Το θέμα παραπέμφθηκε στο Διευθυντή της Αστυνομίας Σταυριανό και τη Δικαιοσύνη. Στην ίδια εφημερίδα συγκεκριμένα διαβάζουμε: Ο Παναγιώτης Θεοδωρίδης …είναι εξ εκείνων των ανταρτών του Πόντου οίτινες εθέριζαν τας φάλαγγας του Κεμάλ. Πέρυσι δε, κατά το ελληνοβουλγαρικόν επεισόδιον, ως υπαρχηγός των Ποντίων Πολιτοφυλάκων, πρώτος ετέθη εις την διάθεσιν της ΙΧ Μεραρχίας. Ο ίδιος δε, κατά την απολογία του –μεταξύ άλλων– είπε: Οκτώ έτη εις τα βουνά του Πόντου και τέσσερα εις την Μακεδονίαν, δε με ήγγισε κανείς. Τώρα ας είδομεν τι θα πράξη η δικαιοσύνη. Υποβλήθηκαν τέσσερις μηνύσεις εναντίον του Λεφάκη και του Μελίδη και ανακρίθηκαν από τον Διοικητή Χωροφυλακής Δράμας ταγματάρχη Σταυριανό, ο οποίος τους υποσχέθηκε παραδειγματική τιμωρία του δικτάτορος αστυνομικού.
Ένας μεγάλος αριθμός των αγωνιστών από εκείνο το αντάρτικο, που επέζησαν και ήρθαν στην Ελλάδα, στελέχωσαν σχεδόν από την αρχή της τριπλής Κατοχής, της ομάδες Εθνικής Αντίστασης εναντίον των κατακτητών. Και όχι μόνο εντάχθηκαν, αλλά οργάνωσαν κυριολεκτικά σε μεγάλο ποσοστό τα αντιστασιακά τμήματα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ, ΠΑΟ, τις ΕΑΟ-ΕΣΕΑ της περιοχής μας και πολλές αυτόνομες ομάδες και οργανώσεις. Το ίδιο έγινε και σε όλη την Ελλάδα.
Στον Νομό Δράμας από το καλοκαίρι του 1941 εμφανίζονται οι πρώτοι ανυπότακτοι. Άλλοι από αυτοάμυνα, όταν απειλήθηκε η ζωή τους, άλλοι από αυτοδικία, όταν κακοποίησαν τους ίδιους ή τους δικούς τους και άλλοι, όταν αρνήθηκαν να καταταγούν στα τάγματα εργασίας (ντουρντουβάκια) ή λιποτάκτησαν από αυτά για να μην πεθάνουν από το κρύο, την πείνα και την απάνθρωπη δουλειά σε καταναγκαστικά έργα. Θα επιχειρηθεί μια εντελώς ενδεικτική παρουσίασή τους:
– Αβραμίδης Παναγιώτης, πατέρας του Αναστάση, αρχηγού του Αρχηγείου Φαλακρού (Μποζ Νταγ), η προτομή του οποίου βρίσκεται στην είσοδο του παλαιού δημαρχιακού κτιρίου Κάτω Νευροκοπίου, δίπλα σε εκείνη του μητροπολίτη Θεοδώρητου. Γεννήθηκε στην Τοκάτη (Ευδοκιάδα, θυγατέρα του Ηρακλείου) και εγκαταστάθηκε στον μικρό οικισμό Δέλτα Ποταμών. Ζούσε έξι χρόνια αντάρτης στο βουνό, όπου σκοτώθηκε όταν ο Αναστάσης ήταν 6 ετών.
– Βασιλειάδης Ιωάννης. Γεννήθηκε στον Πόντο το 1894, έμεινε δυο χρόνια αντάρτης στα βουνά και εγκαταστάθηκε στην Προσοτσάνη Δράμας.
– Βασιλειάδης Κωνσταντίνος (Μπελί Κιρίκ). Γεννήθηκε στην περιοχή της Αμισού του Πόντου το 1900 και εγκαταστάθηκε στην Ψηλή Ράχη Δράμας. Η αναγνώριση της εμπειρίας του από το αντάρτικο του Πόντου τον ανέδειξε σύντομα υπαρχηγό του Αρχηγείου Καρά Ντερέ. Με την είσοδο των Γερμανών και την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, τα άφθονα Οχυρά της περιοχής ήταν γεμάτα όπλα και παντός είδους πολεμικού υλικού. Ο Βασιλειάδης θυμήθηκε πόση μεγάλη αξία είχε ένα καλό όπλο στο αντάρτικο του Πόντου. Μήνες περίμεναν –έλεγε– να καταπλεύσει μέσα σε άγρια μεσάνυχτα και κύμα ένα πλεούμενο, για να τους φέρει πανάκριβα όπλα από τη Ρωσία. Γι’ αυτό συγκέντρωσε και έκρυψε οπλισμό για ένα λόχο. Την άνοιξη κιόλας του 1941 συγκρότησε ένοπλη ομάδα αντίστασης. Οι Βούλγαροι τον συνέλαβαν, τον έδειραν άγρια μπροστά στα παιδιά του και τον άφησαν αναίσθητο Και όταν συνήλθε, τον έκλεισαν στη φυλακή. Άλλη φορά κακοποίησαν την κόρη του Σοφία, η οποία μαράζωνε συνεχώς και πέθανε το 1956. Οι κάτοικοι της περιοχής Νικηφόρου Δράμας συγκέντρωσαν χρήματα, δωροδόκησαν Βουλγάρους και τον απελευθέρωσαν. Και μετά τον Πόλεμο, πάλι συγκέντρωσαν χρήματα και έστησαν την προτομή του στην είσοδο του Νικηφόρου. Πέθανε το 1953 μετά από πτώση από δέντρο.
– Γεωργιάδης Μιχάλης (Σπάρτακος). Γεννήθηκε στον Πόντο στη δεκαετία του 1880 και μυήθηκε στο αντάρτικό του. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στον Νικηφόρο Δράμας και το καλοκαίρι του 1941 συγκρότησε ένοπλη ομάδα την οποία έστρεψε εναντίον των ανταρτών του Αντώνη Φωστηρίδη. Από τον Σπύρο Κουζινόπουλο αναφέρεται ως «καλός κομμουνιστής». Σκοτώθηκε την Πρωτοχρονιά του 1944 από μη αναμενόμενη επίθεση του Φωστηρίδη.
– Κουτσίδης Μιχαήλ (Μουχάλ αγάς), επίσης από την Τοκάτη, θείος του Αναστάση Αβραμίδη, γεννημένος περί το 1880, και πολύτιμος καθοδηγητής του στην ηγεσία του εδώ κατοχικού αντάρτικου. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στο Δέλτα Ποταμών, ένα οικισμό 15 οικιών, ανάμεσα στο μικρό δέλτα του Νέστου ποταμού και του παραποτάμου του Δοσπάτη. Στο Δημοτικό Σχολείο του υπηρέτησα και δίδαξα 13 μαθητές και μαθήτριες το σχολικό έτος 1959-1960. Δεν είναι τόσο εύκολο να λησμονήσω ότι την 1η Σεπτεμβρίου ως την 31η Δεκεμβρίου, μου προσέφεραν εκ περιτροπής φαγητό, γιατί τους είπε ο Επιθεωρητής ότι δεν θα πληρώνομαι για το διάστημα αυτό, λόγω μη πρόβλεψης της σχετικής δαπάνης στον προϋπολογισμό της Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Κάτω Νευροκοπίου. Με ρώτησε μάλιστα αν θέλω να εργαστώ αμισθί για το διάστημα αυτό και δέχτηκα. Σήμερα το χωριουδάκι είναι έρημο.
– Λαζαρίδης Κυριάκος (Σαρί Κυριάκος) από την Πάφρα του Πόντου, κάτοικος του συνοικισμού Διπλοχώρι Ποταμών Δράμας. Γεννήθηκε το 1912 και στερήθηκε τη στοργή του πατέρα του που ήταν αντάρτης, μαζί με τον θείο του. Την άνοιξη του 1942, όταν κλήθηκε για στράτευση από τους Βουλγάρους, κατέφυγε στα Γιαννιτσά Θεσσαλονίκης μαζί με άλλους πέντε. Επέστρεψαν τον επόμενο χρόνο, εντάχθηκαν όλοι μαζί στο αντάρτικο τμήμα του Αναστάση Αβραμίδη, με τον οποίο ήταν και στα Γιαννιτσά και ορίστηκε υπαρχηγός.
– Λαφτσίδης Ιωάννης. Γεννήθηκε στην Αμισό του Πόντου το 1901, εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Σιδηρόνερου και σκοτώθηκε ως οπλαρχηγός στη μεγάλη μάχη της Γέφυρας Παπάδων στις 11.05.1944.
– Λεοντιάδης Στάθης. Γεννήθηκε το 1892 στον Πόντο, όπου αγωνίστηκε ως αναγνωρισμένος οπλαρχηγός. Εγκαταστάθηκε στα Περιστέρια της περιοχής Νικηφόρου-Πλατανιάς. Στις 26.05.1942 καταδικάστηκε σε θάνατο και επικηρύχθηκε έναντι μεγάλου χρηματικού ποσού και δολοφονήθηκε από ένοπλους Βουλγάρους.
– Μακρίδης Οδυσσέας (Μπάρμπας). Γεννήθηκε στο Ορτάκιοϊ Μικράς Ασίας το 1889 και αγωνίστηκε με τους Κιρκάσιους από το 1917 ως το 1922. Γνωρίστηκε με τον καπετάν Παντελή, τον Παπαδάκη, αρχηγό του Αρχηγείου Φαλακρού (Μοζ Νταγ) το καλοκαίρι του 1941, στον τόπο εγκατάστασής του, το Καστανόχωμα, όπου ζούσε με την παραγωγή ξυλοκάρβουνου. Ορίστηκε υπαρχηγός και μόνιμος σύμβουλός του Παπαδάκη ως το τέλος της Κατοχής. Στην Πετρούσα Δράμας, όπου ζούσαμε πρόσφυγες από το 1944 ως το 1950 που πέθανε, συμπάθησε πολύ τον αδελφό μου Θεοφύλακτο. Του έδωσε ένα ζευγάρι καινούργια, μαύρα εγγλέζικα άρβυλα που τα πρόσεχε και τα φρόντιζε πολλά χρόνια σαν ακριβά κοσμήματα.
– Μικρόπουλος Θεόδωρος (1904-1981). Γεννήθηκε στην Έρπαα της Αμισού του Πόντου. Το 1921 στη γενέτειρά του συγκέντρωσαν οι Τούρκοι γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους του χωριού μέσα στην εκκλησία και τα εκτέλεσαν. Δυο χιλιόμετρα μακριά από το χωριό συγκέντρωσαν και πάρα πολλούς άλλους κατοίκους της περιοχής και τους οδήγησαν στην εξορία του θανάτου. Ο νεαρός Θόδωρος, ο γιος του πολέμαρχου Παρασκευά, δεν ήταν απλά μυημένος στο αντάρτικο της περιοχής του, αλλά ένας γενναίος μαχητής. Αποδείχτηκε πολύ νωρίς ικανός μαχητής κατά των Τούρκων. Παρά το νερό της ηλικίας έγινε δεινός καπετάνιος. Με τις Σφαγές της Δράμας στα τέλη Σεπτέμβρη 1941 πίστεψε μαζί με άλλους πως η αναμέτρηση με τον εχθρό είναι μονόδρομος. Την άνοιξη του 1942 τον ψάχνουν οι Βούλγαροι να τον στείλουν στα τάγματα εργασίας. Οργανώνει ένοπλο τμήμα στην περιοχή Μπαϊράμ Τεπέ, ανάμεσα στη Δράμα και το Παρανέστι, και από την άνοιξη του 1943 τον επιλέγουν οι σύντροφοί του ως αρχηγό. Το 1945 στρατεύεται με το βαθμό του λοχαγού και απολύεται το 1949. Το 1950 μαζί με όλους τους καπετάνιους και ομαδάρχες οι οποίοι στρατεύτηκαν και πολέμησαν τον Δημοκρατικό Στρατό με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού ως τον βαθμό του ταγματάρχη, καθαιρέθηκαν και αποστρατεύτηκαν με τον βαθμό του στρατιώτη. Μόνον ο Αντώνης Φωστηρίδης διατήρησε τον βαθμό του με εντολή του Σκόμπυ στα Δεκεμβριανά, όπου πολέμησε στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη. Το διαμπερές τραύμα του Μικρόπουλου στο στήθος, τον βασάνιζε συχνά. Πέθανε στην Αθήνα στις 31.01.1981. Η σορός του μεταφέρθηκε με χρήματα εράνου και κηδεύτηκε στο χωριό του, τον Πρινόλοφο Δράμας. Δεν είναι επομένως ιστορικά ορθή η αναγραφή από ιστορικούς[4] ότι σκοτώθηκε στον Έβρο το 1948. Ο τόπος και η χρονολογία θανάτου στην οποία αναφέρονται αφορά τον Αναστάση Αβραμίδη.
– Παπαδόπουλος Κωνσταντίνος (Μπάρμπα Κώστας). Γεννήθηκε στον Πόντο το 1900, υπήρξε αντάρτης δυο χρόνια και στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στον Καλλίκαρπο Σιδηρόνερου Δράμας. Στην Κατοχή εντάχθηκε στα ανταρτικά τμήματα του Καρά Ντερέ.
– Παπαδόπουλος Σωκράτης (Σωκράτ αγάς). Γεννήθηκε στον Πόντο στη δεκαετία του 1880, αγωνίστηκε εναντίον των Τούρκων και στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στα Κοκκινόγεια Δράμας. Σε όλα τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, αγωνίστηκε ειρηνικά για τη γαλήνη και την προκοπή του τόπου. Η Κοινότητα τον τίμησε μετά θάνατον, έδωσε το όνομά του σε οδό του χωριού.
– Πασχαλίδης Γεώργιος. Γεννήθηκε το 1890 στην περιοχή της Αμισού του Πόντου και εγκαταστάθηκε στον μικρό οικισμό Τιμόθεος, δίπλα στους Ταξιάρχες, και εντάχθηκε στο αντάρτικο του Καρά Ντερέ το 1943.
– Τσακιρίδης Θεόδωρος (Μπάρμπα Θόδωρος). Γεννήθηκε στη Πάφρα του Πόντου το 1894, όπου βρέθηκε στο βουνό και αγωνίστηκε για να περιορίσει τις διώξεις του Τοπάλ Οσμάν και να προστατέψει τον ελληνικό πληθυσμό που εξοντώνονταν. Εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα και από τους πρώτους οργάνωσε ένοπλο τμήμα στο Παγγαίο. Ανακηρύχθηκε αρχηγός και πολέμησε τους Βουλγάρους. Αγωνίστηκε με τον βαθμό του λοχαγού εναντίον του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του στρατιώτη το 1950.
– Φωστηρίδης Κυριάκος, πατέρας του Αντών Τσαούς. Γεννήθηκε στο Ερικλί της Πάφρας του Πόντου γύρω στα 1890 και αγωνίστηκε με αυτοθυσία στα βουνά της περιοχής. Με την Ανταλλαγή εγκαταστάθηκε στο Οροπέδιο, ένα μικρό χωριό πάνω από το Σιδηρόνερο.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις, από την τρίτη δεκαετία του εικοστού αιώνα ως το τέλος του πολέμου, δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στις ελάχιστες προσδοκίες του βασανισμένου προσφυγικού κόσμου. Πιθανόν λόγω των ωμών, των κρυφών ή φανερών παρεμβάσεων ή της σκόπιμης αδιαφορίας των φίλων ή συμμάχων, για τα καυτά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που συσσώρευσε ο πόλεμος. Υπάρχουν ακόμη μελετητές της ιστορίας, που θεωρούν τη γνωστή έκθεση του Ι. Μεταξά για απόβαση ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Σμύρνη ως άκαιρη και ατελέσφορη, αποδίδοντας στον συντάκτη της ατολμία και έλλειψη στρατιωτικής κατάρτισης σε θέματα σχεδιασμού και τακτικής πολεμικών επιχειρήσεων, αντί να ασχοληθούν με τη σωστή μελέτη, προετοιμασία και κατάρτιση εφαρμόσιμων σχεδίων. Ούτε για τον γενικό πληθυσμό, επέδειξαν οι σύμμαχοι το ουσιαστικό ενδιαφέρον, με το να έχουν εκπονήσει και εφαρμόσει κοινά σχέδια έργων για την οικονομική στήριξή τους. Ειδικά, σχετικά με την εντολή των Άγγλων για απόβαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι προέκυψε από την ανάγκη αναζήτησης αντικαταστάτη του στρατού τους για τον έλεγχο των στενών του Ελλησπόντου, μετά από την πανωλεθρία που είχαν υποστεί στη μεγάλη και τραγική τους ήττα στη μάχη της Καλλίπολης το 1915 και τη διαμαρτυρία του Εργατικού Κόμματός τους για τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα των Βρετανών. Επέλεξαν τον ελληνικό στρατό, ο οποίος ήταν ο πιο αξιόμαχος στρατός στη Βαλκανική. Θεωρούσαν οι σύμμαχοί μας αφελείς τους Τούρκους; Δεν έβλεπαν ότι βούλιαζε το λιμάνι της Θεσσαλονίκης από γαλλικά πολεμικά πλοία και τα αγγλικά στη νότια Ελλάδα, περίμεναν νόημα του βασιλιά; Ήταν απλή λογική. Αντί να σκοτώνονται οι Βρετανοί, οι Καναδοί και οι Νεοζηλανδοί, να σκοτώνονται Έλληνες. Αν όμως τελικά είχαν αποφασίσει οι σύμμαχοί μας Αγγλογάλλοι να μας δώσουν το σαντζάκι της Σμύρνης, ας έκαναν μια σωστή μυστική συμφωνία με την Ελλάδα με βούλες και υπογραφές, όπως έκαναν οι Γερμανοί με τους Τούρκους το 1914. Αντίθετα, φόρτωσαν από τη Θεσσαλονίκη 21.000 Έλληνες στρατιώτες και τους έστειλαν στην Κριμαία με γαλλικά πλοία για να κάμψουν την ορμή των Μπολσεβίκων… Και το πιο απογοητευτικό είναι ότι ακόμη και όταν η ελληνική κυβέρνηση περιέλαβε στους σχεδιασμούς της την απίθανη ιδέα κατάληψης της Πόλης, δεν φρόντισε να έχει έτοιμο από κάθε άποψη το αντάρτικο του Πόντου, έστω για αντιπερισπασμό. Το περίμεναν 15.000-20.000 ικανοί ετοιμοπόλεμοι μαχητές του ανορθόδοξου πολέμου.
Κυρίες, κύριοι! Τελικά αισθάνομαι όπως όλοι μας, περηφάνια όταν αναλογίζομαι τους αγώνες και τις θυσίες του πολύπαθου λαού μας για την ελευθερία, και οδύνη για τους αδελφοκτόνους αλληλοσπαραγμούς μας. Εύχομαι ολόψυχα στο μέλλον του Ελληνισμού μόνον ενότητα, σύμπνοια, ειρήνη και προκοπή.
Βιβλιογραφία
– Γεωργιάδης Θ. Νικόλαος, Οι αγώνες της Αριστεράς στην περιοχή της Δράμας (1941-1949), Δράμα 2006.
– Εφημερίδα Θάρρος [Δράμας].
– Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη Ξανθίππη (επιμέλεια), Η βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη 1941-1944, ΙΜΧΑ, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2002.
– Κουζινόπουλος Σπύρος, Δράμα 1941-Μια παρεξηγημένη εξέγερση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2011.
– Μαραντζίδης Νικόλαος (επιμέλεια), Οι άλλοι καπετάνιοι, Εστία, Αθήνα 2006.
– Σφέτας Σπυρίδων, Η ατυχής εξέγερση της Δράμας 1941, εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2017.
– Χατζηαναστασίου Τάσος, Αντάρτες και καπετάνιοι, εκδόσεις Κυριακίδη, 2003.
– Χατζηθεοδωρίδης Βασίλης, Η κατοχή στην Αν. Μακεδονία-Θράκη 1941-1945, έκδοση Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δράμας, Δράμα 2002.
[1] Η προτομή του βρίσκεται μπροστά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο. Προσφάτως, η Ιερά Μητρόπολις Δράμας επιμελήθηκε μια πολυτελή έκδοση των δύο βιβλίων του αρχιμανδρίτη, Ο Πόντος ανά τους αιώνας και Ιστορία της ιεράς βασιλικής πατριαρχικής και σταυροπηγιακής μονής του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου ΖΑΒΟΥΛΩΝ ή ΒΑΖΕΚΛΩΝ, έκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας, Θεσσαλονίκη 2016.
[2] Αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης, Ο Πόντος ανά τους αιώνας, Δράμα 1929, σ. 225.
[3] Ιωάννης Καψής, Μαύρη Βίβλος, εκδόσεις Λιβάνη, σ. 247.
[4] Ξανθίππη Κοτσαγιώργη, Η βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη 1941-1944, σ. 294. Τάσος Χατζηαναστασίου, «Οι εθνικιστές οπλαρχηγοί στη βουλγαροκρατούμενη Μακεδονία και Θράκη», στο Οι άλλοι καπετάνιοι, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2006, σ. 315. Σπύρος Κουζινόπουλος, Δράμα 1941-Μια παρεξηγημένη εξέγερση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2011, σ. 382.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου