25 Ιανουαρίου 2021

Νοέμβριος 2017 - συνέδριο στην Δράμα - #03

πρώτη δημοσίευση 25.1.2021

➤ στις 5 Νοεμβρίου του 2017 έγινε το πρώτο επιστημονικό συνέδριο για τον Πόντο με διοργανωτή την Ένωση Χορευτών Δράμας "Πυρρίχιος"
το αντικείμενο του συνεδρίου πιο συγκεκριμένα αφορούσε το Ποντιακό αντάρτικο
τρίτο μέρος - πρώτο εδώ / δεύτερο εδώ
➤ είναι η 2η συνέχεια από την εισήγηση του Θωμά Αλεξιάδη (σε τρεις συνέχειες)
 

Στις 26 Νοεμβρίου ο μουτασαρίφης της Αμισού Ραφέτ δήλωνε στον Αυστριακό πρόξενο Kwiatkowski ότι ο σχηματισμός των μεμονωμένων αντάρτικων σωμάτων έδινε στους Τούρκους την αφορμή για ευρείας έκτασης διωγμούς, ώστε να εξαλειφθούν οι Έλληνες ως εχθρικό προς το κράτος στοιχείο. Ένα μήνα αργότερα, με πρόφαση την ύπαρξη των ανταρτών, τα χωριά του Πόντου, και ειδικότερα του δυτικού Πόντου, πυρπολούνταν, οι πληθυσμοί εξορίζονταν, γυναίκες βιάζονταν μαζικά, παρθένες κόρες διακορεύονταν, πολίτες και παιδιά δολοφονούνταν, νεαρές γυναίκες και παιδιά αρπάζονταν καθ᾽ οδόν από τους Νεότουρκους[1].

Οι Νεότουρκοι βρήκαν την ευκαιρία να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους για εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, χωρίς τον κίνδυνο επέμβασης των χριστιανικών δυνάμεων της Ευρώπης και της Αμερικής. Οι Νεότουρκοι έλυναν το εσωτερικό πρόβλημα της Τουρκίας με καθοδηγητές τους Γερμανούς αναδιοργανωτές του στρατού τους.

Ο στόχος, όμως, των Νεότουρκων δεν ήταν μόνο η φυσική εξόντωση των Ελλήνων, αυτό ήταν το πρώτο ζητούμενο, ήταν παράλληλα και η αρπαγή των μεγάλων ελληνικών περιουσιών των Ελλήνων του Πόντου[2]. Είναι γνωστό σε όλους ότι οι πλούσιοι του Πόντου δεν συνεισέφεραν στον αγώνα αυτό, για να μην χάσουν τα υπάρχοντά τους. Μια παθητική στάση που την πλήρωσαν πολύ ακριβά, διότι πίστευαν ότι με τις νόμιμες απαλλαγές και τις δωροδοκίες θα επιβίωναν.

Τα αντάρτικα σώματα είχαν απλωθεί σε ολόκληρη την εκκλησιαστική επαρχία Αμασείας, που περιλαμβάνει σχεδόν το σύνολο του δυτικού Πόντου, και συγκρούονταν με τον τουρκικό στρατό και τους χωροφύλακες, χωρίς να γνωρίσουν ήττα. Τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τους αντάρτες ήταν η ανδρεία, η γενναιότητα και η αυτοθυσία τους, με καταγεγραμμένες πράξεις ηρωισμού, γιατί πολεμούσαν για την ελευθερία τους, για το δικαίωμά τους να συνυπάρχουν ισότιμα με τις υπόλοιπες εθνότητες του τόπου τους, για τα όσια και τα ιερά της φυλής τους.

Τα αντάρτικα αυτά σώματα δεν είχαν πολιτική χροιά. Δεν είχαν καμία οργανική σύνδεση με το ζήτημα της ανεξαρτησίας του Πόντου ή της Δημοκρατίας του Πόντου. Το αντάρτικο αποτελούσε για τους Νεότουρκους, διά στόματος του διοικητή του παράλιου Πόντου Ραφέτμπεη, ως ελέχθη, την αφορμή για την εξόντωση των Ελλήνων της περιοχής. Η προσπάθεια του μουτασαρίφη Ραφέτ να προσεταιριστεί και τους Οθωμανούς προκρίτους της Αμισού ότι δήθεν οι Έλληνες ετοίμαζαν επαναστατική δράση, έπεσε στο κενό. Οι πρόκριτοι δήλωναν ξεκάθαρα ότι πουθενά δεν παρατηρούσαν επαναστατικές δράσεις[3]. Δεν υπάρχει πιο καταλυτική μαρτυρία από τη δήλωση αυτή των Οθωμανών προκρίτων της Αμισού, για τη δημιουργία και τη δράση του αντάρτικου των Ελλήνων του Πόντου, που είχαν καταφύγει στα βουνά για τη σωτηρία τους. Ο Νεότουρκος μουτασαρίφης ήθελε να προσεταιριστεί τους Οθωμανούς προκρίτους της Αμισού, για να προχωρήσει σε γενικό διωγμό σε βάρος του ελληνοχριστιανικού στοιχείου. Η θαρραλέα κίνηση των προκρίτων να ενημερώσουν το καθ’ ύλη αρμόδιο Υπουργείο, και να το διαβεβαιώσουν για τα αυτονόητα είχε αποδώσει αποτέλεσμα. Οι φυγόστρατοι, τους οποίους επικαλούνταν ο μουτασαρίφης, δεν ήταν μόνο Έλληνες, αλλά και Οθωμανοί.

Οι όποιες υπερβάσεις των ανταρτών στον δίκαιο αγώνα της αυτοπροστασίας τους χρησιμοποιήθηκαν με περισσή τέχνη από τους Νεότουρκους, για να δικαιολογήσουν τις βαρβαρότητες, τις ακρότητες, τις ωμότητες και τις θηριωδίες τους σε βάρος του άμαχου πληθυσμού.

Το αντάρτικο το δημιούργησε η ανάγκη των περιστάσεων αυτής της εποχής, όπως συνέβη και παλαιότερα επί των ντερέμπεηδων, το ένστικτο της επιβίωσης, αλλά και το πάθος τους για ελευθερία. Η εκδίκηση για την προσβολή της οικογενειακής τιμής και αξιοπρέπειας ήταν μία ακόμη παράμετρος του συγκλονιστικού αγώνα ενός βασανισμένου λαού. Όλες οι μαρτυρίες αυτών που επιβίωσαν από τη μαρτυρική αυτή εποχή, είτε πρόκειται για ένοπλους αντάρτες και καπετάνιους είτε για γυναικόπαιδα και αμάχους, αυτό αποδεικνύουν.

Ο μεγαλύτερος εχθρός των καταφυγόντων στα βουνά Ελλήνων ήταν η πείνα. Οι αντάρτες, για να επιβιώσουν πάνω στα βουνά, οργάνωναν επιδρομές κατά των μουσουλμανικών χωριών, για να προμηθευτούν τρόφιμα. Είχε προηγηθεί η σφαγή διαφόρων ζώων και κτηνών που είχαν πάρει μαζί τους, φεύγοντας από τα χωριά τους. Η μάχη για την καθημερινή επιβίωση ήταν συνεχής. Όταν τελείωναν τα χόρτα και οι διάφορες μαλακές ρίζες, μετακινούνταν από βουνό σε βουνό. Όλα αυτά τα προϊόντα της φύσης όμως τελείωναν κάποια στιγμή, γιατί τα αποθέματά τους δεν ήταν ανεξάντλητα. Η μόνη λύση που απέμενε, εκτός από τον θάνατο από λιμοκτονία, ήταν η επίθεση στα χωριά και η αρπαγή εφοδίων επιβίωσης. Η λεηλασία τροφίμων και ζώων από τα μουσουλμανικά χωριά, μέχρι ένα βαθμό, θεωρούνταν φυσική και δίκαιη, γιατί μετά τις σφαγές, τους βιασμούς και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι αντάρτες, τα γυναικόπαιδα, οι άμαχοι και ανήμποροι έπρεπε να επιβιώσουν. Όταν οι κάτοικοι των ελληνικών χωριών είχαν εκτοπιστεί ή καεί μέσα στα σπίτια τους, οι μουσουλμάνοι των γύρω χωριών λεηλατούσαν τα ελληνικά χωριά αρπάζοντας τρόφιμα, κτήνη και οικοσκευές, μαζί με τις πόρτες και τα παράθυρα.

Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού και των χωροφυλάκων, με τη συμμετοχή οργανωμένων Τσετών, που αποτελούσαν το πληρωμένο παρακράτος, ήταν συνηθισμένο και καθημερινό φαινόμενο και αποσκοπούσαν στην εξόντωση των γυναικών, των παιδιών και των αναξιοπαθούντων. Όπου υπήρχε άμεση ανάγκη σύγκρουσης με τον στρατό, για τη σωτηρία των γυναικόπαιδων και των αμάχων, σε αντικειμενικά άνισες μάχες, οι συγκρούσεις ήταν φοβερές. Η αυτοθυσία και η γενναιότητα των ανταρτών κέρδιζαν τη μάχη. Τα γυναικόπαιδα τα συγκέντρωναν οι αντάρτες μακριά από τη γραμμή της μάχης, στα πιο ακίνδυνα γι’ αυτούς μέρη. Οι αντάρτες πολεμούσαν για το δικαίωμά τους, σαν γηγενείς κάτοικοι, να είναι και αυτοί ένα κομμάτι της τρισχιλιόχρονης πατρίδας τους. Πολεμούσαν για να ζήσουν ειρηνικά και ισότιμα με τις υπόλοιπες εθνότητες. Ο αγώνας τους ήταν διαρκής, προκειμένου να αποφύγουν τη μαζική εξόντωση, και να γίνουν θύματα της εθνικής εκκαθάρισης των Νεότουρκων. Αψευδής μάρτυρας ο μοναδικός αγώνας και τα ανδραγαθήματά τους στην ευρύτερη περιοχή του δυτικού τμήματος του Πόντου. Ο πλέον ανώδυνος τρόπος για να αποφύγουν τα γυναικόπαιδα και οι ανήμποροι τον σφαγιασμό τους από τις νεοτουρκικές ορδές ήταν η φυγή σε όμορες περιφέρειες, όπου, λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους, δεν ήταν δυνατό να τους ακολουθήσει ο στρατός.

Από τον Μάρτιο του 1915 και μέχρι την ανακωχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (30 Οκτωβρίου 1918) οι αντάρτες του Πόντου συγκρούστηκαν επανειλημμένα με τον νεοτουρκικό στρατό και τους Τσέτες: α. Στην ευρύτερη περιοχή Πάφρας-Θέρμες Φαζημονιτών (Κάβζα)-Ανδράπων (Βεζύρκιοπρου), στο Παλίγκιολ, Τσιφλίκτεπεσι, Γιούνταγ, Κοτσάνταγ, Νεπιέν, Γιβράχτασι, Γουρούκοκτσε, Πιλπίλγαγια, Πεκλίκ, Γούσπογαζι, Κεστενέσαϊβανι, Ελμάλιτσα, Αμπάρκαγια, Εγκίζιρμακ, Ταρίγολου, Σουλεϊμάνκιοϊ, Κούσποκου, Μαησλού, Γιούνταγ, Κελεμέρταγι, Ασλάνταμι, Γιάιλα, Κουμτσουγάζ, Κέρτμε, Μοναστήρι της Παναγίας του Ότκαγια, Εγρίμπελ, Καπούκαγια, Σαάρκαλεσι, Κίζκαλεσι και Ταφλάνκιοϊ, β. Στην περιοχή της Αμισού στο Αλάνκιοϊ, Τεβρέντι, Ποχτσά Αρμούτ, Αγιούτεπε, Τσάμαλαν, Κουτεκάντων, Μοσκοβάντων, Πεγιουκλί, Χιζιρλού και Γιαγμπασάν, γ. Στην περιοχή της Ευπατορίας (Έρπαα), στο Τέκε και Τσιντσιφέ, δ. Στην Τάβλα της Φαδησάνης (Φάτσας), ε. Στην περιοχή της Σάντας, στο Κοπαλάντων και Κιμισλί. Παράλληλα, οι αντάρτες επιτέθηκαν στα χωριά Άγαλαν, Πιλέρουτσε, Τσασούρ και Άκκονεϊ της Πάφρας και Κεπί της Αμισού, όπου έδρευαν Νεότουρκοι και Τσέτες που επέδραμαν κατά των ελληνικών χωριών, τα πυρπολούσαν και αφάνιζαν τους κατοίκους[4].

Το Ζήτημα του Πόντου συνηθίζεται να συνδέεται με το αντάρτικο στον Πόντο και τη δημιουργία Ανεξάρτητης Δημοκρατίας. Δεν είχε όμως καμία οργανική σύνδεση με αυτό. Οι πρώτες αντάρτικες ομάδες οργανώθηκαν στα βουνά του Πόντου και ειδικότερα στις περιοχές Πάφρας-Αμισού, μετά τη νεοτουρκική μεταπολίτευση του 1908, τη για πρώτη φορά στράτευση των Ελλήνων Οθωμανών υπηκόων στον στρατό και, κυρίως, μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων και τη γενική επιστράτευση του 1914. Από το 1916 και μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών, αντικειμενικός σκοπός των ανταρτών ήταν ο αγώνας για την προστασία και τη σωτηρία των γυναικόπαιδων και γενικά των αμάχων, οι οποίοι προτίμησαν τη φυγή στο βουνό παρά τη σφαγή, την ατίμωση και τελικά την εξορία στα βάθη της Ανατολής. Η πρώτη αναφορά καπετάνιου για κίνηση ανεξαρτησίας στον Πόντο είναι του Παντελή Αναστασιάδη με τον καπετάνιο της Ευπατορίας (Έρπαα) Λευτέρη Παπαδόπουλο, έναν εγγράμματο νέο, ο οποίος διέμενε στην Αμισό. Ήταν η περίοδος της Ανακωχής, μετά τον Οκτώβρη του 1918, και στο Ζήτημα του Πόντου πρωτοστάτησαν ο μητροπολίτης Αμασείας και Αμισού Γερμανός Καραβαγγέλης και ο Τραπεζούντος Χρύσανθος. Με τη Συνθήκη του Μούδρου στις 17/30 Οκτωβρίου 1918 η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε καταθέσει τα όπλα και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει με νίκη των Συμμάχων της Αντάντ. Οι Σύμμαχοι είχαν διακηρύξει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών και λογικά οι Έλληνες του Πόντου, που επέζησαν από την επιχειρηθείσα γενοκτονία, είχαν βάσιμες ελπίδες να βλέπουν πια ένα διαφορετικό γι’ αυτούς μέλλον[5]. Το Ζήτημα του Πόντου ναυάγησε, γιατί όχι μόνον ο Βενιζέλος, αλλά ολόκληρος ο ελλαδικός πολιτικός κόσμος το αγνοούσε.

Τον Μάιο του 1919 ο σουλτάνος τοποθέτησε τον Μουσταφά Κεμάλ διοικητή του 9ου Σώματος στην Ανατολία, για να ολοκληρώσει τον αφοπλισμό του οθωμανικού στρατού, με βάση τους όρους της ανακωχής του Μούδρου (17/30 Οκτωβρίου 1918). Εκείνος αποδέχτηκε την απόφαση, έχοντας αποφασίσει να αντισταθεί στο σχέδιο διαμελισμού των ανατολικών επαρχιών. Όταν οι Άγγλοι πληροφορήθηκαν τους πραγματικούς σκοπούς του και προσπάθησαν να τον συλλάβουν, ήταν αργά. Έφτασε στην Αμισό στις 19 Μαΐου, όπου τον ανέμενε λαός, που είχε ειδοποιηθεί από την προηγούμενη ημέρα. Επισκέφθηκε το δημαρχείο και το διοικητήριο, ως επίσημος προσκεκλημένος, και συναντήθηκε με κορυφαία στελέχη του νεοτουρκικού κομιτάτου, με τα οποία είχε συζητήσεις μεγάλης διάρκειας. Σε επίσημο δείπνο που παρέθεσε προς όλους τους προαναφερθέντες, τους προέτρεψε να τρέφουν μίσος κατά των Ελληνοθωμανών και να επιδιώκουν τη με κάθε μέσο εξόντωσή τους, ενώ τους υποσχέθηκε ως αντάλλαγμα τις περιουσίες τους. Πέρα από την ιδεολογική αντίληψη για την εθνική εκκαθάριση των Ελλήνων, το δέλεαρ της μεγάλης κινητής και ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων πάντα συγκινούσε τα ένστικτα ορισμένων αδίστακτων και φτωχών μουσουλμανικών μαζών[6].

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Μουσταφά Κεμάλ είχε μακρές συνομιλίες με τους παράγοντες του νεοτουρκικού κομιτάτου. Οι Νεότουρκοι, παράγοντες και λαός, είχαν εφαρμόσει πριν από αυτόν την εθνική εκκαθάριση σε βάρος των Ελλήνων, αλλά και των Αρμενίων. Για τα εγκλήματά τους αυτά διώκονταν κατά την περίοδο της Ανακωχής. Ο Κεμάλ και η πολιτική του ήταν καταφύγιο και ασπίδα τους, προκειμένου να αυτοπροστατευτούν από τα εγκλήματα, για τα οποία όφειλαν να λογοδοτήσουν, αλλά και για τις τεράστιες περιουσίες που είχαν αποκτήσει από τις λεηλασίες των περιουσιακών στοιχείων όχι μόνον των Ελλήνων, αλλά και των χριστιανών γενικότερα.

Ο Μουσταφά Κεμάλ συναντήθηκε στις 29 Μαΐου 1919 στην Κάβζα (Θέρμες Φαζημονιτών) με τον δήμιο των Ποντίων Τοπάλ Οσμάν και του ανέθεσε το ξεκαθάρισμα του προβλήματος που ονομαζόταν Πόντος, με αντάλλαγμα την ανάληψη της δημαρχίας Κερασούντας. Αμέσως μετά το πέρασμά του από την περιοχή ξεπήδησαν οργανωμένες κεμαλικές συμμορίες που σκότωναν και λήστευαν χωρικούς, που ο Μουσταφά Κεμάλ τις ονόμασε Τοπικές Εθνικές Οργανώσεις και που προσπαθούσαν να εξοπλίσουν και τον τελευταίο μουσουλμάνο χωρικό. Στις Θέρμες Φαζημονιτών συναντήθηκε, από τυχαίο γεγονός, με τον καπετάνιο της περιοχής Βασίλειο Τσαουσίδη και τον καπετάνιο της Λαοδίκειας του Πόντου Σωκράτη Παπαδόπουλο[7]. Αν οι καπετάνιοι γνώριζαν ποιος ήταν ο πραγματικός σκοπός εκείνου του αξιωματικού, όλα θα είχαν αλλάξει στο πολιτικό προσκήνιο. Οι αντάρτες θα είχαν αλλάξει τον ρου της ιστορίας χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια.

Μετά το πέρασμα του Μουσταφά Κεμάλ από την Αμισό και τη δυσμενή κατάσταση που δημιουργήθηκε σε βάρος των Ελλήνων στην περιοχή, η Επιτροπή Ποντίων Ελλήνων της Αθήνας, διά του προέδρου Χ. Καλαντίδη, τον Ιανουάριο του 1920 απέστειλε στον Πόντο τον Χρυσόστομο Καραΐσκο, έφεδρο υπολοχαγό του Μηχανικού από την Οινόη του Πόντου, απολυμένο από τις τάξεις του στρατού ως έφεδρος το 1913. Οι Πόντιοι των Αθηνών ήθελαν να έχουν μια πραγματική εικόνα των όσων διαδραματίζονταν αυτή την εποχή στον Πόντο. Οι Έλληνες είχαν αρχίσει να καταφεύγουν πάλι στα ορεινά χωριά και στα βουνά, κοντά στους αντάρτες, ενώ οι Κεμαλικοί νυχθημερόν συσκέπτονταν για να βρουν τρόπο να τους εξοντώσουν. Η κατάσταση ήταν απελπιστική. Ο Καραΐσκος, μεταξύ πολλών άλλων, απέστειλε πολλές εκθέσεις τόσο στην ελληνική κυβέρνηση όσο και στην Επιτροπή Ποντίων Αθηνών και τους εκλιπαρούσε να στείλουν όπλα και πολεμοφόδια, για να μπορέσουν οι Έλληνες να αποτρέψουν τα εις βάρος τους τεκταινόμενα. Το Υπουργείο Εξωτερικών εκώφευε. Δεν υπήρχε διάθεση συναντίληψης και βοήθειας στον δύσκολο αγώνα, ενώ οι πολεμιστές του Πόντου, στις ευρύτερες περιοχές Αμισού, Πάφρας, Ευπατορίας (Έρπαα), αγωνίζονταν χωρίς πολεμοφόδια και επαρκή οπλισμό, κάτω από τις χειρότερες συνθήκες, και θυσιάζονταν για να σώσουν από τον όλεθρο και την καταστροφή τις γυναίκες και τα παιδιά[8].

Η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε υιοθετήσει την πρόταση σχηματισμού στρατιωτικών ομάδων από εθελοντές Ποντίους και είχε προχωρήσει στη δημιουργία ενός τάγματος εθελοντών του Πόντου, από Ποντίους της Ελλάδας. Η κυβέρνηση όμως υπαναχώρησε την τελευταία στιγμή, διότι διαφοροποιήθηκε η αγγλική πολιτική στο νοτιοανατολικό Εύξεινο Πόντο.

Στις 9 Δεκεμβρίου 1920 ο Μουσταφά Κεμάλ συγκρότησε και εγκατέστησε στην Αμάσεια τη μεραρχία Μερκέζ Ορντού - Κεντρικό Στράτευμα, με επικεφαλής τον στρατηγό Νουρεντίν, αποσπώντας την από το 3ο Σώμα Στρατού της Σεβάστειας[9]. Η δύναμη της Μερκέζ Ορντού, που φυσιολογικά θα έπρεπε να ανέρχεται σε 10.000 στρατιώτες, στα μέσα του επόμενου έτους, όταν κορυφώθηκαν οι κεμαλικές θηριωδίες, ανήλθε σε 30.000 στρατιώτες, με την επιστράτευση όσων είχαν στρατεύσιμη ηλικία, των Τσετών, των εγκληματιών, αλλά και των ένοπλων χωρικών.

Ήδη από τον Σεπτέμβριο προσπάθησε να διαλύσει τους ένοπλους αγωνιστές που είχαν συγκεντρωθεί στην περιοχή της Ευπατορίας (Έρπαα), για να προστατευθούν από τους λιποτάκτες του οθωμανικού στρατού που λυμαίνονταν τα χωριά, και τους Τσέτες που οργάνωσε αυτός ο ίδιος με το πέρασμά του από την περιοχή. Ο Μουσταφά Κεμάλ γνώριζε ότι ο δυτικός Πόντος ήταν η μόνη περιοχή σε ολόκληρο τον Πόντο που προέβαλε σθεναρή αντίσταση κατά τη νεοτουρκική εθνική εκκαθάριση, και συνειδητοποιούσε ότι αυτή η περιοχή θα αντιστεκόταν μέχρις εσχάτων στα γενοκτόνα σχέδιά του.

Τον Δεκέμβριο του 1920 οι Κεμαλικοί με προκηρύξεις ζήτησαν την παράδοση των όπλων από τους Έλληνες. Στα τέλη Δεκεμβρίου 1920 άρχισε η συλλογή όπλων από τα ελληνικά χωριά, με προθεσμία παράδοσής τους εντός δύο ημερών. Οι Έλληνες γνώριζαν πολύ καλά τι σήμαινε αυτή η ενέργεια από τη νεοτουρκική περίοδο, αλλά και από το πάθημα των Αρμενίων. Οι Κεμαλικοί στόχευαν να οδηγήσουν άοπλους τους Έλληνες σε γενική σφαγή, όπως ακριβώς είχαν πράξει και οι Νεότουρκοι. Η συλλογή των όπλων διήρκεσε τρεις μήνες, τα όπλα μεταφέρονταν στα αστυνομικά τμήματα, από όπου διαμοιράζονταν τη νύχτα με μεγάλη μυστικότητα στα μουσουλμανικά χωριά, για την επάνδρωση των Κεμαλικών. Οι Κεμαλικοί, παράλληλα, εξέδωσαν προκήρυξη και για όσους ενόπλους είχαν καταφύγει στα βουνά, και υπόσχονταν αμνηστία σε όσους θα παραδίνονταν με τον οπλισμό τους. Από το χωριό Καράνταγ της περιφέρειας Αμισού παραδόθηκαν τέσσερις ένοπλοι, οι οποίοι αμέσως φυλακίστηκαν και απαγχονίστηκαν μετά από δέκα ημέρες[10].



[1] Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Γενοκτονία στον Εύξεινο Πόντο. Διπλωματικά έγγραφα από τη Βιέννη (1909-1918), εκδόσεις Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 9, 111, 139-141. Ενεπεκίδης, Διωγμοί, σ. 10. Φωτιάδης, Γενοκτονία, σ. 164-165, 178. 

[2] Φωτιάδης, Γενοκτονία, σ. 170.

[3] A.Y.E., K.Y., 1917, Β΄35, 38, 45, 59, 41/08.06.1914, Αμισός. A.Y.E., K.Y., 1917, Β΄35, 38, 45, 59, 1677/05.07.1914, Αμισός.

[4] Αλεξιάδης, Αντάρτικο, σ. 103-160.

[5] Αναστασιάδης, Μνήμες, σ. 123-130. Δημήτρης Ψαθάς, Γη του Πόντου, εκδόσεις ΜΑΡΗ, Αθήνα, χ.χ., σ. 292-294.

[6] Α.Υ.Ε., Κ.Υ., 1925, Α/5, 611/30.06.1925, Άγκυρα. Α.Υ.Ε., Κ.Υ., 1927, 766/05.07.1927, Κωνσταντινούπολη. Κεμάλ Ατατούρκ, Ομιλίες, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 1995, σ. 18, 33, 36. Γαβριηλίδης, Πόντος, σ. 41. Ο Αντώνιος Γαβριηλίδης είναι Παφραίος στην καταγωγή, αλλά, λόγω του επαγγέλματός του-ήταν καπνέμπορος, ζούσε στην Αμισό.

[7] Sener Cemal, Topal Osman Olayi, Κωνσταντινούπολη 2005, σ. 62-63. Μαρτυρίες των καπετάνιων Παναγιώτη Χατζηθεοδωρίδη και Ιερόθεου Χατσηαποσίδη, ό.π. Πρόδρομος Ηλιάδης, Απομνημονεύματα από τα φριχτά γεγονότα της περιοχής Χάβζας Πόντου 1914-1923, Αξιούπολη 1984, σ. 28.

[8] Α.Ε.Π.Μ., Επιτροπεία Ποντίων Ελλήνων Κωνσταντινουπόλεως, 28 Ιανουαρίου 1920, Αθήνα. Α.Υ.Ε., Κ.Υ., 1920, Α/5/VI (14-15), 10032/21.06.1920, Κωνσταντινούπολη. Α.Ε.Π.Μ., Επιτροπεία Ποντίων Ελλήνων Κωνσταντινουπόλεως, 23.02.1920, Αβντάν Αμισού. Ξενοφών Άκογλου, «Το Τάγμα εθελοντών του Πόντου», Π.Ε. 7 (1956) 20-21.

[9] Bünyamin Kocaoğlu, Miilli Mücadele Yillarinda Samsun, Samsun 2008, σ. 44-45.

[10] Α.Υ.Ε., Κ. Υ., Φ. 1923, α.α.κ., 11.06.1921, Κωνσταντινούπολη. Γεωργιάδης, Απομνημονεύματα, σ. 11. Είναι λακωνικός και καταλυτικός ο λόγος του κατοίκου της Θεμίσκυρας, που βίωσε τα γεγονότα. Οι πληροφορίες προέρχονται από φίλους μουσουλμάνους, αλλά και οι ίδιοι είχαν άμεση γνώση των γεγονότων, γιατί τα χωριά ήταν όμορα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: