Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λεξικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λεξικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

02 Σεπτεμβρίου 2022

μαθαίνουμε λεξούλες #2…

➤ αφεντία η, από το αρχ. ουσ. αυθεντία
·         πολιτική εξουσία, βασιλεία
·         κράτος, βασίλειον
Άσμ. αϊλλοί εμάς και βάϊ εμάς, ‘πάρθεν η αφεντία


➤ βόρα η, Οιν. αβόρα, Σιν. εβόρα, επίσης ιβόρα, αβόρας (ο)
από το ρήμα βορίζω παρ’ ό και εβορίζω και ιβορίζω
·         αήρ, άνεμος
·         δροσερός καιρός
·         τόπος δροσερός ως υπόσκιος
·         η όπισθεν πράγματος σχηματιζομένη σκιά


➤ επίλοιπος επίθ. Σαντ.
·         το αρχ. επίθ. επίλοιπος=ο περισσεύων, ο υπολειπόμενος


➤ κονεύω, γονεύω
από το Τουρκ. konmak = καταλύειν εις τι κατάλυμα
·         κάμνω εν τη πορεία σταθμόν αναπαύσεως ή διανυκτερεύσεως
·         επί πτηνών, καθιπτ΄;μενος, επικάθημαι κάπου
παράγ. κόνεμαν, γόνεμαν


➤ ποδεδίζω, ποδεθίζω (Οφ), μεσ. ποδεδίσκομαι
·         ενεργ. και μεσ. χαίρομαι, απολαμβάνω (να ποδεδίζω σε=να σε χαρώ)
·         προσκυνώ (ποδεδίζω τον Θεόν)

01 Σεπτεμβρίου 2022

μαθαίνουμε λεξούλες #1…

➤ βασιλοσκάμνιν το, Κερ. βασιλοσκάμν’ Τραπ. Χαλδ. βασιλοσκάμ’  
από το ουσ. βασιλέας και σκαμνίν. Η αποβολή του ν εις το βασίλοσκάμ' δι΄ευφωνίαν
1) βασιλικός θρόνος
2) πρωτεύουσα βασιλείου
από το τραγούδι "Πάρθεν η Ρωμανία"
ναϊλί εμάς και βάι εμάς,
οι Τούρκ την Πολ επαίραν.
επαίραν το βασιλοσκάμ,
κι ελάεν η αφεντία. (αφεντία = πολιτική εξουσία, βασιλεία)


➤ δερνοκοπώ αμαρτ. Μεσ. δερνοκοπίουμαι
Τραπ. Χαλδ. δερνοκοπισκούμαι
από το ρήμα δέρνω < δέρω και την κατ. –κοπώ
ολοφύρομαι, μαλλοτραβιέμαι : άσμ. Άη-Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει δερνοκοπιέται


➤ σιλάχιν το, σιλάχ’, σελάχ’, σουλάχ’
πλυθ. σουλάχα από το Αραβ. Silah
γενικώς όπλον ασχέτως είδους
άσμα :
παρχαρομάννα, φύλαξον, εch κ’ έρχουν οι ρομάνες
εch κ’ έρχουνταν οι τσοπάν’
τραβωδούν και chυρίζνε
κι ολ’ έχνε τα σιλάχα τουν’ ς
σ’ ωμία φορτωμένα
η γιαγιά μου η Κουγιουμτζάβα (Φάτσα Πόντου) έλεγε : "τα σιλάγα μ' κα κι’ αφήνω"
παρατηρούμε τον πληθυντικό σε "σιλάγα". Η ερμηνεία του ήταν "δεν αφήνω κάτω τα όπλα μου" με άλλα λόγια "δεν τα παρατάω", "δεν το βάζω κάτω"


➤ τσόλιν το, Κερ. τσόλ’ Κοτ. Σαντ. Χαλδ.
από το Τούρκικο col = έρημος πεδιάς
1)      τόπος έρημος, ακατοίκητος
2)      κτήμα αδέσποτον
παράδειγμα : το τσόλ η Τραπεζούντα…

27 Φεβρουαρίου 2022

Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου

πρώτη δημοσίευση στις 3.3.2015

➤ το απόλυτο λεξικό της Ποντικής διαλέκτου
ανάρτηση μας για τον Αρχιμανδρίτη Άνθιμο Α. Παπαδόπουλο εδώ

➤ πληροφορίες στους συνδέσμους : 
➤ σύνδεσμος - 1 
➤ σύνδεσμος - 2 
➤ σύνδεσμος - 3

10 Σεπτεμβρίου 2021

μικρό λεξικό : 3ο μέρος

➤ το 3ο μέρος του λεξικού από το βιβλίο του Ελευθέριου Ε. Ελευθεριάδη, "Πόντος – επιστροφή στην Ιθάκη"
 

➤ 1ο μέρος εδώ
➤ 2ο μέρος εδώ
➤ ανάρτηση μας για το βιβλίο εδώ


09 Σεπτεμβρίου 2021

μικρό λεξικό : 2ο μέρος

➤ το 2ο μέρος του λεξικού από το βιβλίο του Ελευθέριου Ε. Ελευθεριάδη, Πόντος – επιστροφή στην Ιθάκη.
➤ 1ο μέρος : εδώ
➤ ανάρτηση μας για το βιβλίο εδώ


[πρώτη δημοσίευση στις 31.3.2015]

07 Σεπτεμβρίου 2021

μικρό λεξικό : 1ο μέρος

πρώτη δημοσίευση στις 29.3.2015

➤ θα παρουσιάσουμε σε τρεις συνέχειες, το πολύ καλό (συνοπτικό) λεξικό από το βιβλίο του Ελευθέριου Ε. Ελευθεριάδη, "Πόντος – επιστροφή στην Ιθάκη"
ακολουθεί το πρώτο μέρος
δεύτερο μέρος : εδώ
τρίτο μέρος : εδώ

➤ ανάρτηση μας για το βιβλίο εδώ