βασιλοσκάμνιν το, Κερ. βασιλοσκάμν’ Τραπ. Χαλδ. βασιλοσκάμ’
από το ουσ. βασιλέας και σκαμνίν. Η αποβολή του ν εις το βασίλοσκάμ' δι΄ευφωνίαν
1) βασιλικός θρόνος
2) πρωτεύουσα βασιλείου
από το τραγούδι “Πάρθεν η Ρωμανία”
ναϊλί εμάς και βάι εμάς,
οι Τούρκ την Πολ επαίραν.
επαίραν το βασιλοσκάμ,
κι ελάεν η αφεντία. (αφεντία = πολιτική εξουσία, βασιλεία)
δερνοκοπώ αμαρτ. Μεσ. δερνοκοπίουμαι
Τραπ. Χαλδ. δερνοκοπισκούμαι
από το ρήμα δέρνω < δέρω και την κατ. –κοπώ
ολοφύρομαι, μαλλοτραβιέμαι : άσμ. Άη-Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει δερνοκοπιέται
σιλάχιν το, σιλάχ’, σελάχ’, σουλάχ’
πλυθ. σουλάχα από το Αραβ. Silah
γενικώς όπλον ασχέτως είδους
άσμα :
παρχαρομάννα, φύλαξον, εch κ’ έρχουν οι ρομάνες
εch κ’ έρχουνταν οι τσοπάν’
τραβωδούν και chυρίζνε
κι ολ’ έχνε τα σιλάχα τουν’ ς
σ’ ωμία φορτωμένα
η γιαγιά μου η Κουγιουμτζάβα (Φάτσα Πόντου) έλεγε : “τα σιλάγα’ μ κα κι’ αφήνω”
παρατηρούμε
τον πληθυντικό σε “σιλάγα”. Η ερμηνεία του ήταν “δεν αφήνω κάτω τα όπλα
μου” με άλλα λόγια “δεν τα παρατάω”, “δεν το βάζω κάτω”.
τσόλιν το, Κερ. τσόλ’ Κοτ. Σαντ. Χαλδ.
από το Τούρκικο col = έρημος πεδιάς
1) τόπος έρημος, ακατοίκητος
2) κτήμα αδέσποτον
παράδειγμα : το τσόλ η Τραπεζούντα …
αφεντία η, από το αρχ. ουσ. αυθεντία
· πολιτική εξουσία, βασιλεία
· κράτος, βασίλειον
Άσμ. αϊλλοί εμάς και βάϊ εμάς, ‘πάρθεν η αφεντία
βόρα η, Οιν. αβόρα, Σιν. εβόρα, επίσης ιβόρα, αβόρας (ο)
από το ρήμα βορίζω παρ’ ό και εβορίζω και ιβορίζω
· αήρ, άνεμος
· δροσερός καιρός
· τόπος δροσερός ως υπόσκιος
· η όπισθεν πράγματος σχηματιζομένη σκιά
επίλοιπος επίθ. Σαντ.
· το αρχ. επίθ. επίλοιπος=ο περισσεύων, ο υπολειπόμενος
κονεύω, γονεύω
από το Τουρκ. konmak = καταλύειν εις τι κατάλυμα
· κάμνω εν τη πορεία σταθμόν αναπαύσεως ή διανυκτερεύσεως
· επί πτηνών, καθιπτ΄;μενος, επικάθημαι κάπου
παράγ. κόνεμαν, γόνεμαν
ποδεδίζω, ποδεθίζω (Οφ), μεσ. ποδεδίσκομαι
· ενεργ. και μεσ. χαίρομαι, απολαμβάνω (να ποδεδίζω σε=να σε χαρώ)
· προσκυνώ (ποδεδίζω τον Θεόν)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου