·
πολιτική
εξουσία, βασιλεία
·
κράτος,
βασίλειον
Άσμ. αϊλλοί εμάς και βάϊ εμάς, ‘πάρθεν η αφεντία
➤ βόρα η, Οιν. αβόρα, Σιν. εβόρα,
επίσης ιβόρα, αβόρας (ο)
από το ρήμα βορίζω παρ’ ό και εβορίζω
και ιβορίζω
·
αήρ,
άνεμος
·
δροσερός
καιρός
·
τόπος
δροσερός ως υπόσκιος
·
η όπισθεν
πράγματος σχηματιζομένη σκιά
➤ επίλοιπος επίθ. Σαντ.
·
το
αρχ. επίθ. επίλοιπος=ο περισσεύων, ο υπολειπόμενος
➤ κονεύω, γονεύω
από το Τουρκ. konmak = καταλύειν εις τι
κατάλυμα
·
κάμνω
εν τη πορεία σταθμόν αναπαύσεως ή διανυκτερεύσεως
·
επί
πτηνών, καθιπτ΄;μενος, επικάθημαι κάπου
παράγ. κόνεμαν, γόνεμαν
➤ ποδεδίζω, ποδεθίζω (Οφ), μεσ. ποδεδίσκομαι
·
ενεργ.
και μεσ. χαίρομαι, απολαμβάνω (να ποδεδίζω σε=να σε χαρώ)
·
προσκυνώ
(ποδεδίζω τον Θεόν)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου