24 Ιανουαρίου 2021

Νοέμβριος 2017 - συνέδριο στην Δράμα - #02

πρώτη δημοσίευση 24.1.2021

➤ στις 5 Νοεμβρίου του 2017 έγινε το πρώτο επιστημονικό συνέδριο για τον Πόντο με διοργανωτή την Ένωση Χορευτών Δράμας "Πυρρίχιος"
το αντικείμενο του συνεδρίου πιο συγκεκριμένα αφορούσε το Ποντιακό αντάρτικο
δεύτερο μέρος - πρώτο εδώ
➤ το δεύτερο μέρος είναι η μεγάλη εισήγηση του Θωμά Αλεξιάδη την οποία θα αναρτήσουμε σε τρεις συνέχειες



ΘΩΜΑΣ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

Το αντάρτικο του Πόντου και η δράση των ανταρτών στον Πόντο

Οι Νεότουρκοι, με την απόλυτη πλειοψηφία τους στις εκλογές του 1908, ξεκαθάρισαν τους πολιτικούς στόχους τους, αλλά και τις προθέσεις τους απέναντι στις χριστιανικές εθνότητες. Είχαν πλήρη επίγνωση ότι οι Οθωμανοί κυριάρχησαν στη Μικρά Ασία με το σπαθί τους πάνω σε εθνότητες και λαούς. Το μέλλον προδιαγραφόταν ζοφερό, με δεδομένο ότι ένα μέρος των κτήσεών τους στη βαλκανική χερσόνησο είχε ήδη χαθεί, και ήταν υπαρκτή η απειλή για τις υπόλοιπες κτήσεις τους. Οι κατακτημένοι λαοί ζητούσαν διαρκώς να ελευθερώσουν τα εδάφη που ιστορικά τους ανήκαν. Ο κίνδυνος ήταν υπαρκτός ακόμη και γι’ αυτή την ίδια τη Μικρά Ασία. Οι Νεότουρκοι χρειάζονταν ένα δικό τους ζωτικό χώρο, πάνω στον οποίο θα οικοδομούσαν τη δική τους πατρίδα. Η συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ραγδαία στη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Στις 26.06.1909 ο Γερμανός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Miguel ενημέρωνε το Βερολίνο για τη δραματική συνάντηση του οικουμενικού πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ με τον αρχιστράτηγο Σεφκέτ, όπου ο πνευματικός ηγέτης της μεγαλύτερης μειονότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το ποίμνιό του, για πρώτη φορά, απειλούνταν με  αποκεφαλισμούς και εξαφανίσεις[1]. Ο αρχιστράτηγος, δηλαδή, δεν απειλούσε μόνο με εξόντωση τον Ελληνισμό, αλλά ψυχρά ομολογούσε και τον τρόπο, με τον οποίο θα επιτυγχανόταν το βάρβαρο και αποτρόπαιο έγκλημα από τους Νεότουρκους.

Τον Αύγουστο του 1910 στη Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια μυστικής συνεδρίασης της κομιτατικής επιτροπής, ο Ταλαάτ αποκάλυπτε ως εξής τις πολιτικές προθέσεις του: Ο ιερός νόμος, όλο το παρελθόν μας και τα αισθήματα εκατοντάδων χιλιάδων μουσουλμάνων, αλλά και των ιδίων των γκιαούρηδων, που πεισματικά αντιδρούν σε κάθε προσπάθειά μας να τους εξοθωμανίσουμε, αποτελούν αδιαπέραστο εμπόδιο για την επιβολή πραγματικής ισότητας… Δεν είναι στις προσπάθειές μας για τον εξοθωμανισμό της Αυτοκρατορίας μια μακρά και επίπονη προσπάθεια…[2]. O Ταλαάτ, ένας από τους ηγέτες της νεοτουρκικής τριανδρίας, με τη νοοτροπία του εθισμένου κατακτητή, αποκάλυπτε στους ομοϊδεάτες του ότι ο εξοθωμανισμός των Ελλήνων δεν ήταν παρά ο εκτουρκισμός τους και το ισοπέδωμα ενός λαού άπιστου, ο οποίος θα επιτυγχανόταν με συνοπτικές διαδικασίες, στην κατάλληλη ευκαιρία.

Οι Νεότουρκοι, στο τρίτο ετήσιο συνέδριό τους, από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Οκτώβριο του 1911, έδωσαν το στίγμα της εθνικιστικής πολιτικής τους με το σύνθημα: Η Τουρκία στους Τούρκους[3]. Οι Νεότουρκοι καλλιεργούσαν απροκάλυπτα την ιδέα της φυσικής εξόντωσης των χριστιανών, προκειμένου να μην μπορούν να διεκδικήσουν ποτέ την ιστορική πατρίδα τους. Απλά περίμεναν την κατάλληλη συγκυρία και τηρούσαν τα προσχήματα.

Ο εδαφικός και πληθυσμιακός διπλασιασμός της Ελλάδας, μετά τους νικηφόρους πολέμους του 1912-1913, και η προοπτική επέκτασής της προς τα ανατολικά, σε τόπους όπου υπήρχε συμπαγές ελληνικό στοιχείο, όπως στον Πόντο, και ειδικότερα στο δυτικό τμήμα του Πόντου, αποτέλεσε τον βρόγχο στον Ποντιακό Ελληνισμό, εξαιτίας του συνεχώς αυξανόμενου νεοτουρκικού σοβινισμού. Το γεγονός αυτό επιτάθηκε από την ταπείνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, οπότε έχασε σχεδόν το σύνολο των βαλκανικών κτήσεών της.

Οι χριστιανοί της Αυτοκρατορίας υποχρεώθηκαν σε στράτευση για πρώτη φορά μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, με νομοσχέδιο που εισήχθη στη νεοτουρκική Βουλή την άνοιξη του 1909. Οι Νεότουρκοι επέβαλαν την υποχρεωτική στράτευση των Ελλήνων υπηκόων τους στον οθωμανικό στρατό, οι οποίοι μέχρι τότε αντί της στράτευσης πλήρωναν περισσότερους φόρους. Τα προβλήματα, για όσους Έλληνες στρατεύτηκαν για πρώτη φορά, ήταν τεράστια λόγω της εθνικής και θρησκευτικής διαφοράς τους. Η στράτευση των ομογενών Ορθόδοξων χριστιανών, η οποία προωθήθηκε με νεοτουρκικό, ύποπτο και άκαιρο νομοσχέδιο, απέβλεπε στην εφαρμογή των νέων παντουρκιστικών σχεδίων, για τη μετατροπή όλων των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ένα έθνος[4]. Όσοι ήταν οικονομικά εύρωστοι πλήρωναν το αντισήκωμα (πετέλ) και απαλλάσσονταν από τη στράτευση. Η διαβίωση των ομογενών στρατιωτών γινόταν κάθε ημέρα προβληματικότερη. Η ζωή των Ελλήνων, που κατατάσσονταν στον οθωμανικό στρατό, ήταν καταπιεστική και τυραννική, εξαιτίας της συμπεριφοράς των μουσουλμάνων αξιωματικών, υπαξιωματικών και στρατιωτών. Η μόνη λύση που τους απέμενε ήταν  η λιποταξία.

Οι Νεότουρκοι επέβαλαν την υποχρεωτική στράτευση των Ελλήνων υπηκόων τους στον οθωμανικό στρατό, και κατέστρωσαν ένα πρόγραμμα αφομοίωσής τους. Η μεγάλης χρονικής διάρκειας θητεία, η παντελής έλλειψη ομογενών αξιωματικών, η μηδαμινή αναλογία χριστιανών σε σχέση με τους μουσουλμάνους συστρατιώτες στις ίδιες στρατιωτικές μονάδες, οι στρατιωτικοί νόμοι και κανονισμοί που παρέμεναν αμετάβλητοι και δεν λάμβαναν υπόψη το θρήσκευμα, την εκπαίδευση, τα ήθη και τα έθιμά των ομογενών, πέραν όλων των άλλων, έγιναν αιτία και της εγκατάλειψης της πατρίδας τους. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με σαφήνεια κατήγγειλε ότι οι αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης, τις οποίες επαγγέλλονταν οι Νεότουρκοι, δεν εφαρμόζονταν στους ομογενείς που υπηρετούσαν τη θητεία τους στο οθωμανικό στράτευμα[5].

Επιπλέον, η βάναυση συμπεριφορά των μουσουλμάνων προς τους χριστιανούς στρατιώτες δημιούργησε ένα κύμα έντονης αποστροφής προς τη στράτευση, οι συνέπειες της οποίας θα εκδηλώνονταν στα αμέσως επόμενα χρόνια, στην επιστράτευση του 1914, την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τη μαζική φυγή των Ποντίων στο βουνό και τη δημιουργία οργανωμένης αντίστασης.

Στις 21 Ιουλίου 1914 κηρύχθηκε γενική επιστράτευση όλων των εθνών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όλοι οι άνδρες, από 19 έως 45 χρονών, κλήθηκαν στον πόλεμο. Όσοι δεν παρουσιάζονταν στον στρατό, μέσα σε 11 ημέρες, κρίνονταν λιποτάκτες και καταδικάζονταν σε θάνατο.

Στο Ανατολικό Μέτωπο, στα ρωσο-οθωμανικά σύνορα, στην αποφασιστικής σημασίας λυσσώδη μάχη του Σαρίκαμις, οι Οθωμανοί υπέστησαν πανωλεθρία. Οι αξιωματικοί και χοτζάδες του στρατού, για να ενθαρρύνουν και να ενισχύσουν το πεσμένο ηθικό των στρατιωτών τους, απέδωσαν την τρομερή ήττα στους χριστιανούς αξιωματικούς και στρατιώτες. Με το πρόσχημα αυτό, τους αφόπλισαν και τους έστειλαν στα τάγματα εργασίας σε διάφορα μέρη του εσωτερικού της Ανατολής[6].

Ο Λίμαν φον Σάντερς έδωσε τις θεωρητικές κατευθύνσεις για τη στρατολόγηση και την ένταξη των Ελλήνων στα τάγματα εργασίας, τις οποίες εκτέλεσαν άμεσα οι Νεότουρκοι[7]. Τα τάγματα εργασίας (amele taburlari) είχαν συγκροτηθεί για να δουλεύουν οι καταδικασμένοι σε θάνατο νεαροί Έλληνες επίστρατοι στα ανθρακωρυχεία, στα λατομεία, για να σπάζουν πέτρες, να διανοίγουν δρόμους χειμώνα-καλοκαίρι, με πολικές θερμοκρασίες, αλλά και με συνθήκες καύσωνα, για να διέρχονται ζώα και άμαξες για τη μεταφορά πολεμοφοδίων. Η αντιμετώπιση των Ελλήνων στα τάγματα αυτά ήταν ανάλογη των αιχμαλώτων, των σκλάβων, και οι συνθήκες που επικρατούσαν ήταν ανάλογες των κάτεργων. Ήταν ο προγραμματισμένος αφανισμός των στρατευμένων ανδρών του Ελληνισμού στον Πόντο.

Η ιδέα της δραπέτευσης γεννιόταν εξαιτίας της δουλείας που υφίσταντο, της απάνθρωπης μεταχείρισης και της εγκληματικής συμπεριφοράς των Νεότουρκων αξιωματικών και στρατιωτών. Οι νεότεροι και πλέον δυνατοί δραπέτευαν και επανέρχονταν στα βουνά των χωριών τους. Προτιμούσαν να πεθάνουν ελεύθεροι πάνω στα βουνά, παρά να οδηγούνται σε αργό θάνατο ταπεινωμένοι και εξευτελιζόμενοι. Οι ειδήσεις που έφταναν στις πόλεις και στα χωριά, από τα κολαστήρια αυτά, οδηγούσαν και τους υπόλοιπους άνδρες στο βουνό. Όσοι κατόρθωναν να επιστρέψουν στην περιοχή τους, κρύβονταν στα γειτονικά δάση και προσπαθούσαν να εξοπλιστούν[8]. Το βουνό ήταν η μόνη σωτηρία για αντίσταση στη βάρβαρη και απάνθρωπη νεοτουρκική εθνική εκκαθάριση, που βρισκόταν επί θύραις.

Με πρόφαση την αναζήτηση φυγόστρατων και λιποτακτών από τα εργατικά τάγματα, τα νεοτουρκικά αποσπάσματα περικύκλωναν τα χωριά, έμπαιναν μέσα στα σπίτια, τα λεηλατούσαν, έδερναν γέρους και γυναικόπαιδα και ανέκριναν τις συζύγους, τους γονείς και τους συγγενείς των λιποτακτών, με τον πιο εξευτελιστικό τρόπο. Οι Νεότουρκοι προσέβαλλαν την οικογενειακή τιμή και βασάνιζαν τους οικείους των φυγόστρατων και των λιποτακτών. Όλα αυτά συνέβαιναν πριν φτάσουν οι φυγόστρατοι και λιποτάκτες στα σπίτια τους. Όταν αυτοί, μετά από λίγες ημέρες, μετέβαιναν στα σπίτια τους και διαπίστωναν την καταστροφή των σπιτιών τους και την ατίμωση των οικογενειών τους, τις έπαιρναν μαζί τους στα βουνά, αποφασισμένοι να εκδικηθούν την τιμή της οικογένειάς τους. Στη συνέχεια, το αμέσως επόμενο διάστημα, οι στρατιώτες και χωροφύλακες των αποσπασμάτων δεν αρκούνταν στα όσα εγκλήματά τους, επιπλέον έκαιγαν και τα σπίτια των φυγόστρατων. Όσοι από τους φυγόστρατους και λιποτάκτες συλλαμβάνονταν ή παραδίνονταν, καταδικάζονταν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Το ίδιο συνέβαινε και με όσους αργούσαν να καταβάλλουν το στρατιωτικό αντισήκωμα, λόγω δυσκολιών στην πώληση ακινήτων ή ζώων τους[9]. Έτσι άρχισε να δημιουργείται το αντάρτικο, από την ανάγκη αυτοπροστασίας των φυγόστρατων, αλλά και των οικογενειών τους. Όφειλαν να βρουν έναν τρόπο να αμυνθούν στη βαρβαρότητα, αλλά και να εκδικηθούν για την προσβολή της τιμής και της αξιοπρέπειάς τους.

Ένας ακόμη λόγος, για τον οποίο κατέφευγαν οι Έλληνες στα βουνά, ήταν η πρόφαση της αναζήτησης όπλων, με βάση την έκδοση διαταγής του Ταλαάτ. Το 1915 μεσολάβησε η εξόντωση των Αρμενίων και τα μηνύματα για τους ελληνοχριστιανικούς πληθυσμούς ήταν ξεκάθαρα. Τα νεοτουρκικά αποσπάσματα απαιτούσαν την παράδοση των όπλων της κάθε οικογένειας. Οι Έλληνες έπρεπε να ήταν άοπλοι, να μην μπορούσαν να αντισταθούν, όταν οι Νεότουρκοι θα αποφάσιζαν την εξόντωσή τους, σύμφωνα με τις αποφάσεις των συνεδρίων τους. Όσοι είχαν όπλα, από φόβο, τα παρέδιδαν. Οι πλούσιοι δωροδοκούσαν τους χωροφύλακες και δεν είχαν πρόβλημα. Όσοι, όμως, ήταν νόμιμα απαλλαγμένοι από τη στράτευση, αλλά δεν είχαν την οικονομική δύναμη να δωροδοκήσουν τους χωροφύλακες, τους βασάνιζαν και τους έδερναν ανηλεώς, αφού τους εισήγαγαν στα υπόγεια των σπιτιών τους, ενώ άλλοι χωροφύλακες λεηλατούσαν ολόκληρο το σπίτι, βίαζαν γυναίκες και κορίτσια και έφευγαν.

Όλες αυτές οι καταπιέσεις και οι κατατρεγμοί του ελληνικού στοιχείου δημιούργησαν στα βουνά του Πόντου ένα μεγάλο πλήθος φυγόστρατων, ασύντακτο και ανοργάνωτο. Η διαμόρφωση του εδάφους βοήθησε στην καταφυγή και απόκρυψη του ελληνοχριστιανικού πληθυσμού. Οι πρώτες αυτές άτακτες αντάρτικες ομάδες ήταν άοπλες. Με τη φυγή τους στο βουνό έκλεβαν ζώα, που τα πουλούσαν αμέσως, και με τα χρήματα που έπαιρναν αγόραζαν όπλα. Σε πολλές περιπτώσεις εξοικονομούσαν χρήματα ληστεύοντας πλούσιους Οθωμανούς εμπόρους, ενώ λίγο αργότερα, στην περιοχή της Πάφρας, επιτίθονταν στους Σταθμούς Χωροφυλακής για τον ίδιο λόγο[10].

Οι μικρές αντάρτικες ομάδες της περιοχής Πάφρας-Αμισού, γνωρίζοντας πια τι τους περίμενε, δεν έφευγαν όταν τους καταδίωκαν τα νεοτουρκικά αποσπάσματα, αλλά παρέμεναν και έδιναν σκληρές μάχες. Παρόλα αυτά, μέχρι το 1916 το πλήθος των ανταρτών με τις μικρές αντάρτικες ομάδες ήταν πολύ περιορισμένο.

Αυτήν την περίοδο ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης, προκειμένου να σώσει από τη σφαγή των Νεότουρκων το ποίμνιό του, έδινε το χρίσμα του καπετάνιου στους πιο γενναίους άνδρες των αντάρτικων σωμάτων, που το καθένα είχε υπό την προστασία του και την απόλυτη δικαιοδοσία του ένα τμήμα της επαρχίας[11]. Αυτός ήταν ο σκοπός της οργάνωσης των ανταρτών. Στόχος τους ήταν η προστασία και τελικά η σωτηρία των γυναικών, των παιδιών και των γερόντων. Για τον λόγο αυτό, η συμβολή του Γερμανού Καραβαγγέλη ήταν καθοριστική. Οι Πόντιοι, υπό την πνευματική ηγεσία του, αγωνίζονταν με πάθος για τη δυνατότητά τους να συνεχίζουν να είναι αυτό που ήταν, και να έχουν το αδιαφιλονίκητο δικαίωμα να είναι ο εαυτός τους. Η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός ήταν ταυτόσημες και αδιαχώριστες έννοιες στην αυτοσυνειδησία τους.

Τον Απρίλιο του 1916, όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα, νέες βιαιοπραγίες και απαγχονισμοί σημειώθηκαν σε ολόκληρη την περιοχή του δυτικού τμήματος του Πόντου. Ο Κρητικός Ραφέτ διορίστηκε γενικός διοικητής του παράλιου Πόντου και ο Μπαχαεντίν διορίστηκε πολιτικός διοικητής. Τα αποσπάσματα των στρατιωτών και των χωροφυλάκων, που τα οδηγούσαν άτακτοι Τσέτες, εφορμούσαν στην ευρύτερη περιοχή δήθεν για να συλλάβουν φυγόστρατους. Έτσι, βρίσκοντας στα χωριά μόνο νέους και γέρους, άλλους τους απαγχόνιζαν μπροστά στα σπίτια τους, άλλους τους τυφέκιζαν, την ώρα που δούλευαν στα χωράφια τους, και άλλους τους κατέβαζαν στην πόλη, για να τους καταδικάσουν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.

Μετά την είσοδο των Ρώσων στην Τραπεζούντα, οι αντάρτες προστασίας και σωτηρίας του δυτικού Πόντου δημιούργησαν επαφές με τους Ρώσους, για να εξασφαλίσουν όπλα. Μετά από τις τρεις αποστολές όπλων από την Τραπεζούντα, με τον Βασίλειο Ανθόπουλο, δεν υπήρξε άλλη. Τα ληφθέντα όπλα ήταν μηδαμινά, συνολικά 442 ιαπωνικά τυφέκια και λίγα πολεμοφόδια, ακόμη και για την αυτοπροστασία των φυγόστρατων. Ο εφοδιασμός των αντάρτικων ομάδων με ρωσικά όπλα σταμάτησε μετά την επέμβαση του πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως και της Συνόδου της Πετρούπολης. Οι αντάρτες τα όπλα τα προμηθεύονταν, εκτός από τους Λαζούς λαθρεμπόρους, από Τσερκέζους και άλλους Οθωμανούς. Οι Οθωμανοί τα όπλα τα αφαιρούσαν, κυρίως, από τις στρατιωτικές αποθήκες και τα πουλούσαν σε Τσερκέζους, ενώ σε μερικές περιπτώσεις απευθείας στους Έλληνες. Όταν κατέφυγαν στο βουνό τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες, οι γυναίκες πουλούσαν τα χρυσαφικά τους και ό,τι πολύτιμο είχαν, για να εξοπλιστούν οι προστάτες αντάρτες και σωτήρες τους[12].



[1] Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Οι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου (1908-1918), εκδόσεις Αργοναύτες-Κομνηνοί, Αθήνα 1962, σ. 8. Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, Ι, Αθήνα 2004, σ. 87. Θωμάς Αλεξιάδης, Η Πάφρα του Πόντου. Ιστορία, Εκκλησία, εθνικοί αγώνες, έκδ. Ε.Π.Μ., Αθήνα 2014, σ. 154.

[2] Αθανάσιος Βερέμης, «Το κίνημα των Νεοτούρκων και οι άμεσες συνέπειές του», Ι.Τ.Ε.Ε. 14 (1977) 255. Αλεξιάδης, Πάφρα, σ. 155.

[3] Ο. Αγαμπατιάν, Η Αρμενία και το αρμενικό ζήτημα, Αθήνα 1988, σ. 58. Θωμάς Αλεξιάδης, Τo Αντάρτικο του Πόντου. Το χρονικό της αντίστασης ενάντια στους Ντερέμπεηδες, τους Νεότουρκους και τους Κεμαλιστές, εκδόσεις Κ. @ Μ. Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2017, σ. 25.

[4] Αλεξιάδης, Αντάρτικο, σ. 45.

[5] A.Υ.E., 1911, Β/55, α.π. 367/23.08.1911, υποπρόξενος Αμισού προς Υπουργείο Εξωτερικών. Εκκλησιαστική Αλήθεια 34 Λ΄ (20 Φεβρουαρίου 1910) 50-51. Εκκλησιαστική Αλήθεια 34 Λ΄ (27 Μαρτίου 1910) 93. Εκκλησιαστική Αλήθεια 34 Λ΄ (28 Μαΐου 1910) 163. Εκκλησιαστική Αλήθεια 34 ΛΑ΄ (11 Δεκεμβρίου 1910) 379-380. Εκκλησιαστική Αλήθεια 34 ΛΑ΄ (18 Δεκεμβρίου 1910) 387-388.

[6] Αντ. Γαβριηλίδης, Η Μαύρη Εθνική Συμφορά του Πόντου, Αθήνα 1924, σ. 9. Μετά από ένα σχεδόν αιώνα, οι Τούρκοι έδωσαν τον πραγματικό αριθμό των απωλειών της τραγικής μάχης, που ανέρχονταν σε 130.000 στρατιώτες. Κατά την αρχική επίσημη δήλωση, ο αριθμός ανερχόταν σε 90.000 νεκρούς αξιωματικούς και στρατιώτες.

[7] Ενεπεκίδης, Διωγμοί, σ. 10.

[8] Στυλιανός Καρασαββίδης, προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Μουσμελέκ της Πάφραςτο 1902 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Νικόλαος Καρασαββίδης, οπλαρχηγός, προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στη Γιάιλα της Πάφρας το 1880 και εγκαταστάθηκε στη Δράμα. Αβέρκιος Παρασκευαΐδης, προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Χιτιρελέζ της Πάφρας το 1886 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Νικόλαος Τσομπάνογλου, προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Καράπουναρ Γιάιλας της Πάφρας το 1902 και εγκαταστάθηκε στον Ομαλό Σερρών. Γεώργιος Καλαϊτζόγλου, προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε το 1908 στο χωριό Καράχουσεϊν της Ζαλήχου-Λεοντοπόλεως (Αλάτσαμ) και εγκαταστάθηκε στις Κρηνίδες Καβάλας. Κωνσταντίνος Χατζηθεοδωρίδης, Αυτονομία του Ελεύθερου Ελληνισμού του Πόντου 1912-1922, ανέκδοτη αυτοβιογραφία. Γεννήθηκε στο Κεστενέ Αμισού το 1900 και εγκαταστάθηκε στη Δράμα.

[9] Μαρτυρία Κωνσταντίνου Χατζηθεοδωρίδη, ό.π. Γαβριηλίδης, Πόντος, σ. 11-12, 18, 20. Αναστάσιος Γεωργιάδης, Απομνημονεύματα, σ. 8, 38. Ανέκδοτη αυτοβιογραφία. Γεννήθηκε στο Σαρήγιουρτ Αμισού το 1895 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Αμισό Δράμας. Δημήτριος Κοτσέρογλου, προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Κιουρλένταμι της Πάφρας το 1910 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Ιωάννης Παπαδόπουλος, προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Τομούζαλαν της Πάφρας το 1894 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Ιωάννης Παπαπέτρου, Ιστορική και Λαογραφική μελέτη του Μεταλλείου Σιμ, Θεσσαλονίκη 1950, σ. 88-103.

[10] Μαρτυρίες Νικόλαου Καρασαββίδη και Ιωάννη Παπαδόπουλου, ό.π. Ιερόθεος Χατσηαποσίδης, προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στη Γαϊνάρτσα της Πάφρας το 1892 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Παναγιώτης Χατζηθεοδωρίδης, προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στη Γαϊνάρτσα της Πάφρας το 1888 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Παντελής Φιλιππίδης, προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Τσιρλαχλάρ της Πάφρας το 1888 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Ιωσήφ Τομπάκογλου, προφορική μαρτυρία. Γεννήθηκε στο Άνω Τομούζαλαν της Πάφρας το 1880 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Γεωργιάδης, Απομνημονεύματα, σ. 4-5. Αντ. Μπέλλου-Θρεψιάδη, Μορφές Μακεδονομάχων και τα Ποντιακά του Καραβαγγέλη, Αθήνα 1984, σ. 104. Παντελής Αναστασιάδης, Μνήμες του Ποντιακού Έπους 1913-1922, εκδόσεις Ενωμένη Ρωμιοσύνη, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 93. Π. Τανιμανίδης – Γ. Αντωνιάδης, Το αντάρτικο του Πόντου, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 92-93, 98, 333.

[11] Μπέλλου, Ποντιακά, σ. 105-106.

[12] Μαρτυρίες των καπεταναίων Νικόλαου Καρασαββίδη και Παναγιώτη Χατζηθεοδωρίδη, ό.π. Η συνάντηση στην Τραπεζούντα συνέβη μεταξύ 20ής Απριλίου και αρχών Μαΐου 1916. Δημ. Κουτσογιαννόπουλος, Ανάμεσα στους αντάρτες του Πόντου, Θεσσαλονίκη 1936, σ. 17-19, 40-45. Είναι καταλυτική η μαρτυρία του καπετάνιου, χωρίς μυθοπλασίες, για τον πραγματικό αριθμό των όπλων και των πυρομαχικών της πρώτης αποστολής πολεμοφοδίων από τους Ρώσους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: