08 Μαΐου 2022

παγκόσμια ημέρα της μητέρας - η μάνα...

απόσπασμα από την ανάρτησή μας "λέγαμε Ελλάδα και θαρρούσαμε πως ήταν εκκλησία…" - εδώ
 

"...Άη Βασιλειού παραμονή, εμένα, χήρα με τέσσερα παιδιά, με βγάλανε στο δρόμο {…} Με ξεχώρισαν από τους συγχωριανούς μου. Αυτοί είχαν άντρες, επαγγελματίες άντρες, που θα δούλευαν για λογαριασμό τους. Εγώ τι να τους κάνω, μια χήρα γυναίκα με τέσσερα ανήλικα μωρά. Νύχτα, παραμονή Άη Βασιλειού το 1916, κλείδωσα το σπίτι, πήρα μόνο ένα παπλωματάκι, τύλιξα το μωρό μου -τριών χρονών μωρό κορτσόπον ήτανε-, πήρα και τα άλλα τρία παιδιά μου, τους είπα να με κρατούν από το ρούχο μου για να τρέχουν κοντά μου, έβαλα το κλειδί στην τσέπη και πάγω. Πάγω, κι ο τσαρμαντάς ξοπίσω ακολουθά να μην τους φύγω. Κι έχω πάντα το μωρό στην αγκαλιά και τ’άλλα ακολουθούν. {…}

Ήταν χειμώνας, ένα μέτρο το χιόνι. Οι στρατιώτες οι Έλληνες το ανοίγανε για να περάσουμε. Εγώ έμενα πίσω, τρεις ώρες πίσω από το σεφκιέτ. Σήκωνα κι έσερνα παιδιά. Κάποτε ο τσανταρμάς με λυπότανε. Έβλεπε τα παιδιά, έπαιρνε ένα στην αγκαλιά του, τ’άφηνε όμως κοντά στο σταθμό, να μην τον δούνε οι άλλοι και βρει μπελά. Μιαν άλλη μέρα έφτασα πάλι εκεί που ήταν το σεφκιέτ. Τόπος δε βρέθηκε να κάτσω. Ήταν τα πόδια μου πρησμένα από το δρόμο. Κάθισα μέσα στα νερά κι έβαλα δίπλα μου και τα μικρά μου παιδιά. Ο Τούρκος, που εγύριζε με το φανάρι με είδε. Με λυπήθηκε. «Σήκω, κακομοίρη, από τα νερά» Σηκώθηκα, πήρα και τα παιδιά. Μας πήρε και μας πήγε σε έναν αχυρώνα. {…}

Μας ανακάτεψαν με άλλα χωριά. Κάποτε το μωρό μου από την πείνα και το κρύο πέθανε. Το κρύο κορμί του ακουμπά στο στήθος μου. Πορπάναμε, πορπάναμε και το νεκρό παιδί μου το έχω πάντα στην αγκαλιά μου. Που να το αφήσω, να μου το φάνε τα σκυλιά. Αργά το βράδον φτάσαμε σε ένα ρωμέικο χωριό. Τέσσερα γρόσια πήρε ένας Ρωμιός και πήγε να το θάψει. Τ’ άφησα και κλαίω…..

Πορπάναμε, πορπάναμε, πορπάναμε! «Λίγο ψωμόπον, λίγο ψωμόπον», ζητά το αγοράκι μου των δώδεκα χρονών, κι εγώ που να το βρω. Βάζω νερό ζεστό στο πιάτο. «Ελάτε, φάτε παιδιά». Αυτά τους έκανα για να τα ξεγελάσω. Και φτάσαμε στην άνοιξη. Κι ανοίγουνε τα δέντρα. Κι εμείς επέσαμε όλοι στα τρυφερά τους φύλλα. Τρώμε τα φύλλα, τρώμε τα χορτάρια. «Σαν τα γίδια πέσανε πάνω στα δέντρα», λέει ο τσανταρμάς μα δε μας διώχνει.

Ήρθε η άνοιξη και φτάσαμε στο καλοκαίρι. Έπαιρνα ένα-ένα καλαμπόκι, έσπανα πάνω στην πέτρα κι έκανα φαϊ στα παιδιά. Που φύγαμε περάσαμε από Γαράσαρη, πήγαμε μέσα Σεβάς (είναι η Σεβάστεια), Αμάσεια, γυρίσαμε πόλεις και χωριά {…}

Δυο Πάσχα κι ένα καλοκαίρι ακόμα κάναμε στα βουνά. Γυρίσαμε στην Κερασούντα με την ψυχή στο στόμα. Είχα χάσει το ένα παιδί στην εξορία, κινδυνεύω να χάσω και τα άλλα. Το ένα ήταν πρησμένο από το δρόμο και την πείνα. Μου πέθανε κι αυτό. Συ πλυσιματί το σκαφίδ’ το έβαλα και πήγα και το έθαψα στ’ αρμένικα νεκροταφεία. Τα δικά μας δε χωρούσανε πια….

Σταθήκαμε στην Κερασούντα. Έκανα χαμαλίκι και κοίταζα τα δυο παιδιά μου. Ύστερα ήρθε διαταγή από το Βενιζέλο να έρθουμε στην Ελλάδα. Δεν πιστεύαμε. «Δευτέρα Παρουσία», λέγαμε, «θα μας ρίξουν στη θάλασσα!». Με ένα τσουβάλι ψωμί μπήκα στο βαπόρι. Φτάσαμε στην Πόλη. Τότε στην Κερασούντα είχανε τον Οσμάν αγά. Ενώ ήμασταν στο λιμάνι, ήρθε και με το τούρκικο βαπόρι του χτύπησε το δικό μας. Δεν άντεξε το πλοίο κι έκανε μεγάλη τρύπα. Οι ναύτες έδωσαν σήμα και ήρθαν και μας άδειασαν.


Μετά, από την Πόλη με ελληνικά πλοία ήρθαμε στην Ελλάδα. Ένα μήνα γυρίζαμε στη θάλασσα. Γεμίσαμε ψείρα και οι περισσότεροι πέθαιναν. Μας έβγαλαν στο Βίδο, ένα νησάκι στην Κέρκυρα. Δεκαπέντε πηγάδια είχε, και τα στερέψαμε για να πλυθούμε! Και πεθαίναμε κάθε μέρα. Το νησάκι γέμισε μνήματα...."

Δεν υπάρχουν σχόλια: