04 Ιουλίου 2021

οδοιπορικό στη Νικόπολη του Πόντου

οδοιπορικό στη Νικόπολη του Πόντου
συντάκτης : Άννα Πατρωνίδου (λάβαμε την άδειά της για την ανάρτηση)
χάρτης μας για την Γαράσαρη εδώ
η πτήση με την Air Pontus εδώ

[πρώτη δημοσίευση Μάρτιος 2015]


ανάμεικτα τα συναισθήματα όταν βρίσκεσαι στις περιοχές που έζησαν πριν πολλά χρόνια οι πρόγονοί σου. Συγκίνηση ανάμεικτη με ένα αίσθημα έλλειψης αυτών που έφυγαν και άφησαν πίσω τους εμάς να συνεχίζουμε κρατώντας ζωντανές τις θύμησες. Ένα προσκύνημα, ένα χρέος τιμής, ένα μνημόσυνο, σε ένα ιδιαίτερο τόπο, μοναδικό, που ξυπνά μνήμες από τις διηγήσεις των προγόνων, της γιαγιάς και του παππού, όταν μιλούσαν για την "πατρίδα", αλλά και για τον πόνο του ξεριζωμού. Ένα ταξίδι αναζήτησης στις ρίζες σου. Ψάχνοντας, ρωτώντας και ανασκαλεύοντας μνήμες. Ένα τέτοιο ταξίδι πραγματοποίησε ο Μιχάλης Βασιλειάδης, Πρόεδρος της ΕΛΜΕ Νομού Ροδόπης αναζητώντας το χωριό Κέϊλικα, απ’ όπου κατάγεται ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων των Κασσιτερών, αλλά και οι δικοί του πρόγονοι. Με οδηγό τη μνήμη και τα ακούσματα, έψαξε το βρήκε και το περπάτησε. Αδυσώπητος εχθρός στο προσκύνημα αυτό ο χρόνος. Για αυτό και η υπόσχεση και το τάμα. "Θα επιστρέψω για να ανακαλύψω αυτά που δεν είδα" …
Μιχάλης Βασιλειάδης και "από τον Άξενο στον Εύξεινο Πόντο και από τις Συμπληγάδες Πέτρες στο Βαθύ Λιμένα και από την Τραπεζούντα στην Νικόπολη και από εκεί και μετά στην Κέιλικα, το χωριό των προγόνων μου, του παππού μου, Βασιλειάδη Μισαήλ ή Μουσαήλ, του προπάππου μου, Βασιλειάδη Πέτρου, της γιαγιάς μου, Βασιλειάδου Σοφίας ή Κεσκεσιάδου Σοφίας, καταγόμενης από το χωριό Όβατζικ, περί τα 6 χιλιόμετρα απόσταση από την Κέιλικα".

Ένας καινούργιος γοητευτικός κόσμος

"Για μας τους Έλληνες και ιδιαίτερα όσους έχουν προσφυγική καταγωγή ένα ταξίδι-περιήγηση στον Πόντο αποκτά πολλές φορές τις διαστάσεις ενός προσκυνήματος στη γη των πατέρων. Ωστόσο, πέρα από τις ήδη υπάρχουσες συναισθηματικές συνδηλώσεις και εξαρτήσεις, το ταξίδι αυτό μας φέρνει επιπλέον σε επαφή με έναν καινούριο γοητευτικό κόσμο. Και ο πιο αδιάφορος ταξιδιώτης παραδίδεται χωρίς αντίσταση στη μαγεία αυτού του κόσμου. Εδώ δεν έχουν προτεραιότητα μόνον τα μνημεία και οι ιστορικές αναφορές αλλά και η ανθρώπινη παρουσία, πλαισιωμένη από ένα πλήθος αξέχαστων αισθητικών εμπειριών. Ιδιαίτερη όμως αίσθηση έχει κάποιος όμως όταν επισκέπτεται για πρώτη φορά το χωριό των προγόνων του στην "Πατρίδα", όταν μικροί ακούγαμε τις αφηγήσεις του Παππού και της Γιαγιάς, κυρίως για την Κέϊλικα".



Στο δρόμο προς τη Νικόπολη
Η ευκαιρία μου δόθηκε το καλοκαίρι του 2011, όταν σε ένα για μια ακόμη φορά ταξίδι, με φίλους από τη Θεσσαλονίκη, στον Πόντο με συνοδοιπόρο και την γυναίκα μου την Αποστολία, βρέθηκα στο δρόμο για την Νικόπολη. Πολλοστή φορά στην Τραπεζούντα και στα παράλια του Πόντου, ποτέ όμως δεν βρέθηκα στα χωριά της Γαράσαρης. Άρπαξα την ευκαιρία που μου δόθηκε έχοντας μια μέρα κενό και με τον Ποντιόφωνο Ισμαήλ οδηγό με το ιδιωτικό του "ντολμούς" και μερικούς φίλους, οι οποίοι ήθελαν να ακολουθήσουν και αυτοί και να δούνε από κοντά την Νικόπολη, και φυσικά και τη γυναίκα μου, ξεκινήσαμε για το χωριό της Κέϊλικας και την Νικόπολη. Ένα ταξίδι πολύ μακρινό αφού έπρεπε από την Τραπεζούντα να κατευθυνθούμε προς την Κερασούντα, περί τα 130 χιλιόμετρα δυτικά και παραλιακά. Διασχίζοντας Νότια τα Ποντικά όρη, περνώντας από το Ντέρελι, με τον Ασκάνιο ποταμό συνέχεια δίπλα μας, ακολουθήσαμε μία διαδρομή δύσκολη 130 χιλιομέτρων, με διάφορες εναλλαγές του καιρού, από την βροχή στην ομίχλη και τον ήλιο και αντίστροφα. Μια διαδρομή που ένιωθες πως ανεβαίνεις στον ουρανό, ο ορεινός όγκος γεμάτος με έλατα, οξιές και κάθε άλλου είδους δέντρου που καρποφορεί σε υψόμετρο πάνω των 2000 μέτρων νιώθεις πως η ελβετική ομορφιά των Άλπεων είναι κατώτερη αυτής των Ποντικών Όρεων και ιδίως της διαδρομής Κερασούντας έως Νικόπολης.


Αφού αφήσαμε πίσω τον Ασκάνιο Ποταμό και τα χωριά, όπως το Διβάν-Τσαγούλ-Γιαγμούρτζα, χωριά δίπλα σε παραπόταμους και σε κοιλάδες των παραπόταμων του Ασκάνιου Ποταμού, φτάσαμε στην κορυφή της οροσειράς του Παρυάδη ή Εγριμπέλ, απ’ όπου είδαμε τη συστάδα των χωριών του Κιρίκ ή Γουρούχ και αφού διασχίσαμε το οροπέδιο, φτάσαμε στην περιοχή της Νικόπολης. Στο δρόμο μας αντικρίσαμε το χωριό Ασαρτζίκ, από όπου κατάγονται αρκετοί κάτοικοι των Κασσιτερών, και συνεχίσαμε νότια προς Νικόπολη περίπου 20 χιλιόμετρα ακόμα. Στον κεντρικό δρόμο είδαμε σε μια διασταύρωση την πινακίδα που οδηγεί προς το χωριό Λίτσασα (περίπου 5 χιλιόμετρα από την κεντρική οδό Κερασούντος-Νικόπολης), από όπου κατάγονται επίσης πολλοί κάτοικοι των Κασσιτερών, αλλά και το χωριό Κατωχώρ. Αμέσως μετά μπροστά μας φάνηκε από μακριά η Νικόπολη και το επιβλητικό της κάστρο της επιβλητικό να δεσπόζει στην πόλη. Η συγκίνηση δεδομένη διότι πατάς τα μέρη στα οποία περπάτησαν οι πρόγονοί σου, στα μέρη τα οποία πραγματοποίησαν καθημερινές δουλειές και στα μέρη τα οποία έζησαν ποιος ξέρει πολλοί συγγενείς σου στα βάθη των αιώνων.

Ανακαλύπτοντας την Κέϊλικα, την πατρίδα των προγόνων
Η πρώτη μας ενέργεια και άμεση (λόγω χρόνου μιας και η διαδρομή Τραπεζούντα-Νικόπολη χρειάζεται έξι ώρες και εμείς ήμασταν και σε περίοδο Ραμαζανιού ο οδηγός νήστευε και έπρεπε το βράδυ να είναι στην Τραπεζούντα) να ρωτήσουμε προς τα πού είναι η Κέιλικα. Πράγματι κάποιοι γέροντες στην πλατεία της γνώριζαν το χωριό και μας είπαν πως βρίσκεται περίπου 15 χιλιόμετρα ΒΔ. Ξεκινώντας στον κεντρικό δρόμο προς Σεβάστεια στρίψαμε και μπήκαμε σε χωματόδρομο κακοτράχαλο με λακκούβες, δρόμος που σε παρέπεμπε στο 19ο αιώνα. Αφού διασχίσαμε από μέσα το χωριό Όβατζικ και σε υψόμετρο τουλάχιστον 2300 μέτρων οι φίλοι άρχισαν να δυσανασχετούν λόγω της ακαταλληλότητας του δρόμου μιας και το ντολμούς χτυπούσε στις λακκούβες. Φοβηθήκαμε πάρα πολύ, όμως ο Ισμαήλ και με τα ποντιακά που γνώριζε μας είπε πως θα "έβρηκουμε το χωρίον". Πράγματι σε μια στιγμή είδαμε μπροστά μας το χωριό, κτισμένο στο όρος του Προφήτη Ηλία που δεσπόζει το χωριό. Η συγκίνηση μεγάλη, κατεβήκαμε αμέσως μαζί με την γυναίκα μου και το περπατήσαμε. Ψάξαμε να βρούμε κάποιον να τον ρωτήσουμε για το χωριό, για τα σπίτια. Βρήκαμε κάποιους οι οποίοι μας είπαν προς τα πού είναι τα σπίτια όλων των οικογενειών που ήρθαν στα Κασσιτερά. Επίσης βρήκαμε την εκκλησία της Υπαπαντής να σώζεται, η οποία όμως σήμερα έχει μετατραπεί σε τζαμί. Το σχολείο επίσης βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Είδαμε πολλά σπίτια, προλάβαμε και ήπιαμε νερό από τη βρύση στην κεντρική οδό του χωριού, μιλήσαμε με τους κατοίκους. Ο χρόνος αδυσώπητος δεν μας άφησε να βρούμε τα νεκροταφεία και τα σπίτια, όμως εφόσον τώρα γνωρίζω πού είναι το χωριό θα ξαναπάω για να το ανακαλύψω μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Έδωσα όρκο να ξαναπάω και να ανακαλύψω αυτά που δεν είδα κατά την διάρκεια αυτής της επίσκεψής μου, πως ότι θα πάω στα άλλα χωριά της Νικόπολης την Λίτσασα το Κατωχώρ, το Ασαρτζίκ, το Όβατζικ, χωριά που δεν πρόλαβα να θαυμάσω σε αυτό το ταξίδι λόγω χρόνου.
Εν κατακλείδι θα ήθελα να πω σε όλους ότι αυτό που πρέπει να θυμούνται σχεδιάζοντας ένα ταξίδι στον Πόντο είναι ότι η μαγεία του Πόντου είναι κρυμμένη στα βουνά και όχι στις παραλιακές τοποθεσίες.

Ιστορία της πόλης
Η Νικόπολη, που στις αρχές του 20ου αι. ήταν έδρα της διοικήσεως του Νομού Σεβάστειας, όπως και έδρα της Μητρόπολης Κολώνειας, αναφέρεται από τον Μιχαήλ Ατταλειάτη με την ονομασία Μαυρόκαστρο.
Η πόλη υπήρχε από την κλασική εποχή, από την οποία χρονολογείται το κάστρο της, που είναι χτισμένο σε λόφο που υψώνεται στα ΝΑ της πόλης και διασώζεται μέχρι σήμερα. Την ονομασία Νικόπολη η πόλη έλαβε από τον Πομπήιο, σε ανάμνηση της νίκης του το 66 π.Χ. κατά του Μιθριδάτη του Ευπάτορα, γεγονός που αναφέρει και ο Στράβωνας.
Την εποχή του Λικίνιου και κατά τη διάρκεια αντιχριστιανικών διωγμών στην πόλη σκοτώθηκαν μεταξύ άλλων και 45 χριστιανοί στρατιώτες της ρωμαϊκής λεγεώνας, οι οποίοι ανακηρύχτηκαν μάρτυρες. Αργότερα, ο Ιουστινιανός έδειξε ιδιαίτερη εύνοια προς την πόλη, την επισκεύασε και ίδρυσε στην περιοχή μια Μονή για να τιμήσει τους 45 Μάρτυρες.
Η Νικόπολη αποτέλεσε διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σημαντικότατο ρόλο όλο αυτό το διάστημα έπαιξε το κάστρο της Νικόπολης, που ήταν το πλέον ισχυρό σε μια ευρύτατη περιοχή.
Η Νικόπολη από της εγκατάστασης των Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου, και ιδιαίτερα από τη ρωμαϊκή εποχή και την εποχή του Βυζαντίου, αποτέλεσε κέντρο του Ελληνισμού της περιοχής, αν και στις επόμενες ιστορικές φάσεις ο πληθυσμός των Αρμενίων και των Μουσουλμάνων, τελικά, ήταν μεγαλύτερος αυτού των Ελλήνων. Σημαντικό ρόλο στη διατήρηση του Ελληνισμού στην πόλη και τα γύρω χωριά έπαιξε η ίδρυση της επισκοπής Κολωνίας από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού.
Η μητρόπολη Κολωνίας αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα στην εκπλήρωση της αποστολής της, αφού η περιοχή αυτή θεωρούνταν από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές του ελληνισμού, καθώς επίσης και λόγω του ορεινού χαρακτήρα της περιοχής που καθιστούσε πολύ δύσκολη την πρόσβαση και την επικοινωνία μεταξύ των χριστιανικών κοινοτήτων και της μητρόπολης.
Πάντως, παρά τις αντίξοες συνθήκες και το μικρό χρονικό διάστημα λειτουργίας της, η μητρόπολη Κολωνίας και Νικοπόλεως υπηρέτησε με αξιοσύνη και επιτυχία τον ελληνισμό και την ορθοδοξία, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι κατόρθωσε να χτίσει και να λειτουργήσει σχολείο και εκκλησία σε κάθε ένα από τα 92 χωριά και οικισμούς της εκκλησιαστικής της επικράτειας.



Η Νικόπολη των Ελλήνων

Η Νικόπολη και η ευρύτερη περιοχή φιλοξενούσε ελληνική κοινότητα από την πρώτη περίοδο της εγκατάστασης των Ελλήνων στον Πόντο. Ο ελληνικός πληθυσμός της Νικόπολης παρουσίασε μείωση μετά την κατάληψή της από τους Οθωμανούς, ενώ ο πληθυσμός της υπαίθρου ενισχύθηκε και πάλι κατά το 19ο αι., με τη λειτουργία των μεταλλείων της περιοχής.
Στις αρχές του 20ου αι. στη Νικόπολη ζούσαν περίπου 2.000 οικογένειες, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν τουρκικές και αρμενικές. Μόνο 130 οικογένειες ήταν ελληνικές, που μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο.
Η ελληνική κοινότητα της πόλης ήταν εγκατεστημένη σε δύο ενορίες, την ενορία των Ταξιαρχών και την ενορία της Αγίας Τριάδος. Διατηρούσαν δε τρεις σχολές: μια πεντατάξια στην ενορία Ταξιαρχών, την Κεντρική Αστική Σχολή Νικοπόλεως, ένα από τα καλύτερα εκπαιδευτήρια του Πόντου, και το Ευανθίειον Παρθεναγωγείον, το οποίο συντηρούσαν η Ευανθία Θεοφυλλίδου και ο "Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινούπολης". Η ακμή της Νικόπολης των νεότερων χρόνων σχετίζεται με τη λειτουργία των μεταλλείων. Με την κατάργηση των προνομίων που οι τουρκικές αρχές είχαν παραχωρήσει στους μεταλλωρύχους, αρκετοί από τους Νικοπολίτες εγκατέλειψαν τις πατρογονικές τους εστίες και εγκαταστάθηκαν στην Οινόη, την Αμισό κ.α.
Στη Νικόπολη οι Έλληνες είχαν αρκετά εμπορικά καταστήματα, ενώ στα χέρια τους ήταν οι φούρνοι – αρτοποιεία της πόλης, οι οποίοι φημίζονταν για την άριστη ποιότητα του ψωμιού. Φημισμένα επίσης ήταν τα αιγοπρόβατα της περιοχής, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα σιτηρά και οι ξηροί καρποί. Σπεσιαλιτέ της περιοχής θεωρούνταν ο παντουρμάς, γλύκισμα με βάση το μούστο και τα καρύδια, και το πεστίλ, που φτιάχνεται από αποξηραμένα μούρα, λεφτοκάρυα και μέλι.

Μεταλλεία Νικόπολης
Η περιοχή της Νικόπολης ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων κέντρο εξόρυξης και επεξεργασίας μεταλλευμάτων, και η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αποτελούσε την κύρια πηγή εσόδων για τους Έλληνες της περιοχής. Στη Νικόπολη, και συγκεκριμένα σε περιοχή ανάμεσα στα χωριά Ασαρτζίκ και Λίτσασα, το 1818 άρχισε η λειτουργία ενός μεταλλείου χρυσού και αργύρου, στην αρχή από τον Τούρκο Χατζή Χαφούζ, μετά από τον Έλληνα Αβραάμ Αγά και τέλος από αγγλική εταιρεία μέχρι τα τέλη του 19ου αι.
Στα χωριά Κόρατζα, Εσκίκιοϊ, Κατωχώρι και Κέιλικα υπήρχαν μεταλλεία στυπτηρίας, ορυκτού που χρησιμοποιείται για βαφές και διάφορους βιομηχανικούς και φαρμακευτικούς σκοπούς. Το ορυχείο στυπτηρίας του Κατωχωρίου λειτουργούσε μέχρι το 1922, αφού οι κάτοικοί του, για λόγους σκοπιμότητας, εξαιρέθηκαν από τους διωγμούς.

Τα ελληνικά χωριά της μητρόπολης Κολωνίας και Νικόπολης
Στη μητρόπολη Κολωνίας και Νικόπολης ανήκαν συνολικά 96 χωριά, τα οποία ήταν χωρισμένα στα εξής τμήματα: Τμήμα Νικόπολης με 28 χωριά (ανάμεσά τους και τα χωριά Ασαρτζίκ, Λίτσασα, Κατωχώρ, Όβατζικ, Κέϊλικα από όπου κατάγονται κυρίως οι κάτοικοι των Κασσιτερών), Αλούτζερας με 4 χωριά, Σούσεχρι με 9, Ρεφάγιας με 7, Επεσίου με 21, Κοϊλάχισαρ με 3, Κιρικίου με 9, Μελανθίας με 5 και Γιαϊλάγουζιου με 10 χωριά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: