➤ πρώτη δημοσίευση στις 8.2.2015
από το δίτομο έργο του Ακύλα Μύλλα, "Τραπεζούς, στα ίχνη των μεγάλων Κομνηνών" εκδ. Μίλητος |
➤ Προϊόντα
Από όσα εξεθέσαμε εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα ότι η παραγωγή προϊόντων και των δύο ειδών (φυτικών και ζωικών) ούτε τις ατομικές ανάγκες μπορούσε να ικανοποιήσει, εκτός από τα κτηνοτροφικά προϊόντα που πέραν από την κάλυψη των ατομικών αναγκών έδιναν δυνατότητα και εξαγωγής. Οι αγελάδες της Κρώμνης ήταν ονομαστές και για την ποσότητα και την ποιότητα του γάλακτος που απέδιδαν. Ετρέφοντο αποκλειστικώς μόνον με χόρτο και ουδέποτε με άχυρο. Κι όταν παίρνουμε υπ’ όψη ότι παντού τα χόρτα ήταν ανάμικτα με το άφθονο λουλούδι καταλαβαίνουμε γιατί το γάλα ήταν άφθονο και ποιοτικώς άριστο. Το χόρτο συντελούσε στην άφθονη γαλακτοπαραγωγή και το λουλούδι στο να αποκτήσει το γάλα άρωμα και το βούτυρο εκτός από το άρωμα και κίτρινο χρώμα. Παντού εφημίζετο το βούτυρο της Κρώμνης και η ζήτησή του ήταν μεγάλη. Κατά δύο γρόσια (Κατά το 1/4) ακριβότερη ήταν η τιμή του από το βούτυρο των άλλων περιφερειών. Λέγεται πως κάποια εποχή το παλάτι των Σουλτάνων προμηθευόταν το βούτυρο από την Κρώμνην.
Άλλο προϊόν ήταν το «πασκιτάν», το στραγγισμένο υπόλοιπον της γιαούρτης μετά την αφαίρεση του βουτύρου. «Τυρί» Αν και ήταν δυνατό να είναι ξακουστό, απέφευγαν να παρασκευάζουν, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων και αντ’ αυτού έκαναν ταικαίμάκς» που τα ‘λεγαν και «κοιλίδεςτ» από το «υλισμένον ξύγαλαν» στραγγισμένο γιαούρτι. Ήταν περιζήτητα στη αγορά της Τραπεζούντας. Το μαλλί μόλις επαρκούσε για τις ατομικές ανάγκες, γιατί στην Κρώμνη, στρώματα, παπλώματα, «ορτάρια» (μάλλινες κάλτσες), «βόθες»(κοντές μάλλινες κάλτσες), φανέλες, εσώβρακα, πουλόβερ, ακόμη και σακάκια, όλα κατασκευάζονταν από το εγχώριο μαλλί. Ακόμη και νήματα και κιλίμια. Από τις τρίχες της γίδας κατασκευαζόταν είδος κιλιμιού που το λέγαμε «χριάμ», έπειτα σχοινιά, «τιζλικ» δηλαδή τρίχινες κάλτσες που τα έβαζαν πάνω από τα ορτάρια το χειμώνα, για να προστατεύσουν τα πόδια από τα χιόνια. Και από το «τιφτίκ» κατεσκεύαζαν τρυφερότατα γάντια και κάλτσες για τα μικρά παιδάκια. Τα γάντια γενικά τα λέγαμε «xερότ (από το χέρι).
➤ Κλίμα
Απ’ όσα ως τώρα εξεθέσαμε για το υψόμετρον του τόπου, την εδαφολογική διαμόρφωση, την ορεογραφία και υδατογραφία, τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα και άλλους παράγοντας, συντελεστές του κλίματος, συνάγουμε το ασφαλές συμπέρασμα πως το κλίμα της Κρώμνης είναι κλίμα ιδεώδες, που δύσκολα μπορεί κανείς να συναντήσει σε άλλα μέρη. Αν εξαιρέσουμε λίγες μέρες του έτους που επικρατεί σχετική υγρασία, αρχές άνοιξης και φθινοπώρου, καθ’ όλην την άλλην περίοδο του έτους επικρατεί ξηρασία ευεργετική. Το καλοκαίρι χωρίς ζέστες μεγάλες και ο χειμώνας χωρίς τα δυνατά κρύα που παραλύουν. Ηλιοφάνεια μεγάλη, με καταγάλανον ουρανό, τον χειμώνα μάλιστα με τέτοια ανταύγεια γαλάζιου χρώματος, που μένει κανείς έκθαμβος αντικρίζοντάς το. Άνεμοι μυρωμένοι από τα αρώματα μυριάδων λουλουδιών, κατασπαρμένων σε κάθε έκταση, καθιστούν την ατμόσφαιρα εξαιρετικά ευχάριστη, που δεν χορταίνεται ποτέ. Κρύα, διαυγέστατα και εύγευστα νερά αναβλύζουν από άφθονες πηγές, που σβήνουν ευχάριστα τη δίψα κάθε διψασμένου. Τα νερά αυτά ποικίλουν και τα μεταλλικά νερά του Σαράντων και προ πάντων «τ’ Aψιν νερόν»των Λειβαδιών είναι μια από τις πιο ξακουσμένες πηγές μεταλλικών νερών όλου του κόσμου. Πέραν απ’ όλα αυτά τα χαρίσματα, που καθιστούν ιδανικόν Θέρετρον έναν τόπον, η Κρώμνη έχει κι άλλο πολύ σπουδαίο χάρισμα, δηλαδή την παντελή απουσία κουνουπιών, σκνιπών και κορεών. Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τα αρωματισμένα γαλακτοκομικά προϊόντα (γάλα, ξύγαλα, βούτυρο, πασκιτάν, καϊμάκια), που ήταν πολύ φημισμένα, εύκολα βγάζουμε το συμπέρασμα πόσο υπέροχο είναι το κλίμα της Κρώμνης, που λίγοι άλλοι τόποι μπορούν να την συναγωνίζονται. Γι’ αυτό η Κρώμνη έγινε το καλύτερο θέρετρο των Τραπεζουντίων, παρά τη δυσκολία που παρουσίαζε η συγκοινωνία. Και όχι μόνον από την Τραπεζούντα κατέφθαναν κάθε καλοκαίρι παραθεριστές, αλλά και από άλλα μέρη του Πόντου, τον Καύκασο, ακόμη και από την Κωνσταντινούπολη.
Πολλές φορές και βοηθητικούς χώρους ασβέστωναν και τακτοποιούσαν προς κατοικίαν, για να ενοικιάσουν τα σπίτια σε παραθεριστές.
Το 1910 και 1911 παραθέριζε στην Κρώμνη ένας Τούρκος από την Κωνσταντινούπολη, κύριος ευγενέστατος και μορφωμένος. Είχε άρρωστη γυναίκα, χάρι της οποίας πολλές χρονιές παραθέριζε στην Ελβετία και τις δυο αυτές χρονιές τον εσύστησαν οι γιατροί για παραθερισμό την Κρώμνη. Ήταν τόσο κατενθουσιασμένος από το κλίμα και γενικά από όλον το περιβάλλον της Κρώμνης, ανέφερε στον πατέρα μου για την υπεροχή της και έναντι και αυτών των Ελβετικών τοπίων και από απόψεως υγιεινής και από απόψεως πλούτου λουλουδιών και ακόμη και από απόψεως ομορφιάς.
Στο υπέροχο αυτό κλίμα έρχονταν σε αντίθεση τα παλιά σπίτια του τόπου, που ομολογουμένως ήταν ανθυγιεινά. Εστερούντο επαρκούς φωτισμού και αερισμού, λόγω της κατασκευής των, που απέβλεπε πρώτα στο να τα καθιστά όσον το δυνατόν πιο ζεστά το χειμώνα και δεύτερον πιο απρόσβλητα από κακοποιά στοιχεία. Πάντως, μετά το 1900 κτίστηκαν σπίτια, που ανταποκρίνονταν στους όρους της υγιεινής και της αισθητικής.Πίστη και πεποίθηση για το κλίμα της Κρώμνης
Οι Κρωμναίοι είχαν επίγνωση του υπέροχου κλίματος της πατρίδος των και δίκαια υπερηφανεύονταν γι’ αυτό, αλλά και όλοι οι άλλοι Πόντιοι και κυρίως όσοι κατοικούσαν στην Τραπεζούντα θεωρούσαν το κλίμα της Κρώμνης ιδανικώς υγιεινό για κείνον, που έπασχε από χρονία ασθένεια και προ πάντων από φυματίωση και χωρίς ενδοιασμό, χωρίς άλλη σκέψη συνιστούσαν «να πάει να παραθερίζει στη Κρώμνη» για να προλάβει το κακό ή και να θεραπευθεί. Όταν ο Φιλοποίμην Στεφανίδης, γύρω στα 1890, μαθητής τότε του Φροντιστηρίου, θέλησε, παρά τους κανονισμούς, να δώσει εξετάσεις για δύο τάξεις ταυτόχρονα, για να κερδίσει έναν χρόνο και μη βρίσκοντας κατανόηση από καμιά άλλη εκπαιδευτική αρχή, κατέφυγε στον Μητροπολίτη, τον ανώτατο άρχοντα της Τραπεζούντας πάνω στους υπόδουλους Έλληνας. Ο αγαθός εκείνος Δεσπότης, σαν τον είδε λίγο αδύνατο από την μελέτη του, είπε αυτά τα λόγια: «Αντί να παραβιάζεις κανονισμούς και επιδιώκεις παράνομες εξετάσεις, να πας να παραθερίζεις στην Κρώμνη, να φέρεις χρώμα και ύστερα βλέπουμε»
Μόνον η Κρώμνη εκείνη την εποχή είχε το προνόμιον να φημίζεται πως είχε το καλύτερο κλίμα. Και πόσον βαθειά ήταν η πεποίθηση των Κρωμναίων για το ότι μόνον το κλίμα της πατρίδος των μπορούσε να γιάνει κάθε άρρωστο, που πάσχει από φυματίωση, καταφαίνεται από το ποίημα της Κατίγκως Καλευρας, Κρωμναίας, που είχε την ατυχία να δοκιμάσει τον σκληρό πόνο μάνας από την αγιάτρευτη αρρώστια μιας κόρης της, που αναγκάστηκε πάει στο Ασβεστοχώρι. Η πονεμένη μάνα, που πίστευε πως, αν ήταν δυνατό να έστελνε το σπλάχνο της στην Κρώμνη, θα γιατρευόταν και μπρος στην αδυσώπητη Μοίρα του μη δυνατού της πραγματοποιήσεως του πόθου της, για να παρηγορεί τον εαυτό της και να δώσει διέξοδο στην τρικυμιώδη αγωνία της ψυχής της, με την δύναμη της ποιητικής φαντασίας, πλάθει το όνειρον της αποστολής της πονεμένης κόρης της στην Κρώμνη, για να βρει εκεί θεραπεία.
➤ Παρχάρια
Τα παρχάρια (Ποντιακή προφορά: παρχάρια) κείνται στην περιοχή της Κρώμνης που στεφανώνεται από Νότο με το Κουλάτ ως τον Αεν-Ζαχαρέα, από Ανατολή με τον δρόμο προς την Παναγία Σουμελά ως τα Καμμένα και από Βορρά με τις υψηλές κορυφές του Κασκαμάτς και πέραν από το Αψίν νερό έως του Μαρζαλάκ, για να σχηματίσουν χωνοειδή λεκάνην, μια κοιλάδα καταπράσινη που αποτελεί απέραντους βοσκότοπους. Και πρώτα, κατεβαίνοντας από τον Αεν-Ζαχαρέα προς τη Λαραχανή, σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων κείνται τα Αλεπογιαννέσσ. Ιδιαίτερο Παρχάρι της ενορίας Φραγκάντων. Προ του 1900, τα παρχάρια αυτά παρουσίαζαν ζωή και κίνηση εντυπωσιακή, μετά το 1910 όμως έμειναν έρημα και οι καλύβες έγιναν ερείπια. Σε απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων από τα Αλεπογιανέσσεα είναι τα ονομαστά Λειβαδία που τα λέγαμε και Αλβεαδία. Ήταν το καλύτερο παρχάρι όχι μόνον της Κρώμνης, αλλά και όλων των άλλων περιοχών και για το άφθονο χόρτο τους, τα άφθονα νερά, ανάμεσα στα οποία είναι και το περίφημον Αψίν νερόν, αλλά και τη μαγευτική τους θέα. Ακόμη και τα Καλύβεα ξεχώριζαν από τα καλύβ όλων των άλλων παρχαριών, γιατί μόνον εδώ ήταν σκεπασμένα με συστηματικές αψίδες, «κεμέρεα» από ελαφρόπετρα. Ανηφορίζοντας προς Ανατολάς κοντά στο δρόμο προς τα Καμμένα κείται το Μετζίτ, το παρχάρ με το μεγαλύτερον υψόμετρον. Στο Παρχάρ αυτό μέχρι του 1900 «επαρχαρεύκουτον»η Μόχωρα. Αργότερα όμως, όταν έπαυσαν οι Μοχωραίοι να βγαίνουν στο παρχάρ, επαρχαρεύκουσαν εκείνοι που πήγαιναν στα Λειβαδία, που στην αρχή, στους πρώτους μήνες Μάιον και Ιούνιον αλλά και τον Σεπτέμβριον που τελείωνε η περίοδος του Παρχαρίου και κατέβαιναν στο χωριό, επαρχαρεύκουσαν αυτού. Όμως τον Ιούλιον και Αύγουστον, πιο ζεστούς μήνες, ανέβαιναν στο Μετζίτ, που ήταν δροσερότερο. Η Μόχωρα, ύστερα από το 1905, οριστικά δεν έστελνε «παρχαρέτς» γιατί η περιοχή του χωριού επαρκούσε πλήρως να καλύψει τις ανάγκες για παρχάρι. Βοσκότοπος απέραντος και νερά αφθονότατα. «Παρχαρομάνα» την αποκαλούσαν την Μόχωρα με τα νερά τα κρύα. Στην Λαραχανή, την «Παρχαρέτσαν»την έλεγαν με τη ρομαντική λέξη «Ρωμάνα» Και τραγουδούσε ο ερωτευμένος Ματσουκάτες το ποιητικότατον δίστιχο:
«Η κόρ επήεν σον Παρχάρ να γίνεται ρωμάνα,
και για τ’ ατέν θα γίνουμαι και κυνηγός σ’ ορμάνεα»
Προς βορράν από τα Λειβαδία και κοντά στους πρόποδες του Κασκαμάτς ήταν το Μαντακέν, επίσης έρημο από το 1914. Ήταν παρχάρι της Γλούβαινας. Δυτικά από τα Λειβαδία και κοντά στο δρόμο προς το Σταυρίν και τα Λωρία είναι το Σοανορύμ, παρχάρ του Νανάκ και Λωρία. Η εγκατάσταση στα παρχάρια γινόταν πανηγυρικά και την διεύθυνση την είχαν οι παρχαρέτ (ενικός η παρχαρέτσα) ή ρωμάνες. Κάθε παρχαρέτσα είχε υπό την μέριμνάν της τις αγελάδες πέντε έως επτά οικογενειών, δηλαδή δέκα πέντε έως είκοσι αγελάδες, τις οποίες εξεμεταλλεύετο ως κτήμα της με την υποχρέωση να παραδώσει στο τέλος της εποχής στην νοικοκυρά, της οποίας είχε τις αγελάδες, πέντε ή έξι οκάδες βούτυρο και πέντε ως εξ πατουμάνεα (1 πατουμάν=6 οκάδες) πασκιτάν από κάθε αγελάδα. Η συμφωνία αυτή λεγόταν κιασίμ. Οι αγελάδες έβοσκαν γύρω από τα καλύβ ή και σε λίγο μακρυνά χορτοβόλα μέρη, όπου το χόρτο ήταν αφθονότατο και υψηλό μέχρι ένα μέτρο. Είχαν τον τσοπάνη τους, που είχε γερά μαντρόσκυλα. Δύο φορές την ημέρα, πρωί και βράδυ τις άρμεγαν τις αγελάδες. Τον Ιούνιο μάλιστα, όταν το γάλα είναι πολύ άφθονο και οι αγελάδες υποφέρναν από το πολύ γέμισμα των μασταριών, άρμεγαν και το μεσημέρι. Το άρμεγμα αυτό το έλεγαν πριάνάρ. Και το άρμεγμα το πρώί και το βράδυ ο τσοπάνης οδηγούσε τις γελάδες σε καθορισμένον μέρος κοντά στα καλυβια, για το πριάναρ όμως πήγαιναν οι γυναίκες με το αλμεχτερ σε καθορισμένον μέρος της περιοχής που όριζε από το πρωί ο τσοπάνης. Τα σύνεργα μιας παρχαρέτσας ήταν «το αλμεχτέρ» «τω χαλκοπούλ» «το χαλκύν». «το υλιστερύξνλον» «τω νλιστέρ «Το κοβλάκ» «τα βαρέλια «το ξυλαγγ» και «τω καράαν». Το γάλα κάθε μέρα έπρεπε να βράσει και να το πήξουν ξύγαλαν. Και κάθε δυο το πολύ μέρες «εδρουβάνιζαν» για να πάρουν το βούτυρο. Το υπόλοιπον «ταν» το έβαζαν να πάρει μόλις μια βράση, «το ετσοκάρευαν», το έχυναν σε τρίχινα σακκιά για να στραγγίσει και να κάνουν το «πασκιτάν», το έλεγαν «σουράτ» και εθεωρείτο φάρμακον για την πιτυρίδα. Το υγρό που άφηνε το «υλιστόν» ως την ημέρα που θα στράγγιζε καλά την τόνωση και περιποίηση του τριχωτού της κεφαλής.
Τα Λειβαδία ήταν πάνω στον δρόμο, που έφερνε από Τραπεζούντα στο χωριό, γι’ αυτό οι παρχαρέτ τακτικά περίμεναν τους αγωγιάτες και τα «κέτσεα» από την Τραπεζούντα ή και προς την Τραπεζούντα, μάθαιναν τα νέα και από τις δυο πλευρές και προσέφερναν στους κουρασμένους οδοιπόρους ταν, ξύγαλαν και καμιά φορά και πλούσιο καϊμάκι. Στις αίθριες ημέρες, η ζωή στα παρχάρια ήταν ευχάριστη και για επισκέπτες ιδανική, ρομαντική μέσα σε απέραντο πράσινο και λαμπυρίζοντα ήλιο. Όταν όμως έβρεχε και έπεφτε πυχνή ομίχλη είχε τις ταλαιπωρίες της. Εκτός από τις αγελάδες στον παρχάρ βοσκούσαν και τα στείρα πρόβατα και τ’ αρνιά, ενώ τα γαλάρια έμεναν στο χωριό, για να έχουν οι νοικοκυραίοι το καθημερινό τους γάλα και για τον εαυτό τους και για τους παραθεριστές. Οι παρχαρέτ ήταν γυναίκες, γενναίες και ρωμαλέες και πολλές φορές έρχονταν σε σύγκρουση με ληστές ή και με Τούρκους Ρεΐζ (τσελιγκάδες) και αντεπεξέρχονταν νικηφόρως, ως ότου έσπευδαν σε βοήθεια οι άνδρες από τα χάνια και το χωριό. Οι τσοπάνηδες έπρεπε να είναι πολύ εξασκημένοι και να μπορούν να προβλέπουν τις μεταβολές του καιρού. Στα ψηλά και γυμνά εκείνα βουνά μια απότομη αλλαγή του καιρού σε θύελλα και καταιγίδα ήταν δυνατό να επιφέρει αποδεκατισμό ή και ολόκληρο αφανισμό του κοπαδιού. Ο πεπειραμένος τσοπάνης προελάμβανε το κακό οδηγώντας το κοπάδι του στις σπηλιές προς το χωριό. Υπάχουν παραδείγματα πνιγμού πολλών ζώων, που κατελήφθησαν από μια ξαφνική άγρια χιονοθύελλα, ενώ αντιθέτως υπάρχει και παράδειγμα διασώσεως ολοκλήρου του κοπαδιού με το να πρόβλεψει ο τσοπάνης και να το οδηγήσει στην σπηλιά ψηλά από τη Μόχωρα. Τη νύχτα εκείνη έπεσε πολύ χιόνι. Ο αείμνηστος Φίλων Κτενίδης, τέκνον της Κρώμνης, στο θεατρικόν έργον του «Ο Μάραντον» φέρνει τα Λειβαδία ως καταφύγιον του Μάραντου με τα υπάρχοντά του μετά την άλωση της Τραπεζούντος. Φαντασία βέβαια, αλλά πόσον ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα για την οίκηση της Κρώμνης. Αλλά και πολύ προ του Φιλ. Κτενίδη, ο πολύς Παρχαρίδης στα παρχάρια φέρει τους πρώτους οικιστάς του χωριού. Να τι γράφει στην «Ιστορία της Κρώμνης» «Εις μικράν απόστασιν από της παλαιάς οδού του τμήματος των Λειβαδίων ήσαν αι οικίαι των πρώτων κατοίκων Χαλδαίων και Χαλύβων, όπως δε λέγει και μια παράδοσις ήταν επτισμέναι εις το μέρος του χανίου του Αρμαλού (αργότερον Ξερέα). Και όπου μεν επεκράτει η ομίχλη ,είχαν τα λειβάδια των χόρτων, χορτοθέρεα ονομαζόμενα σήμερον, όπου δε ουχί, τα χωράφια. Το δε αλώνιον ήτο παρά τον ρύακα, όθεν αρχίζει το αυλάκι, κάτω από τα Σαντέτκα. Ανωτέρω του χα- ι νέου ήτο ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου και εκεί ήσαν ο Τάφοι των. Εις εκ του χωρίου τούτου φαίνεται ότι ΕΠΙ χριστιανικών αιώνων Αλεπογιάννης ονόματι έκτισε τα Αλεπογιαννέσσεα, καλύβας λιθίνας αι οποίαι τώρα χρησιμεύουν την άνοιξιν εις τας ρωμάνας» Και από τα παρχάρια αυτά, όπως συνεχίζει, πολύ αργότερα μετοίκησαν προς τα υπήνεμα και κρημνώδη μέρη, που πήραν το όνομα Κρομ και Κρώμνη.
από το λεύκωμα του συλλόγου Αργοναύται-Κομνηνοί, ο Ελληνικός Πόντος - έκδοση 1947 |
➤ Γλώσσα
Πολλές φορές επαναλάβαμε πως οι Κρωμναίοι είχαν στενή επαφή με τους Τραπεζουντίους. Είχαν σχεδόν τα ίδια ήθη και έθιμα και μιλούσαν την ίδια Ελληνική Ποντιακή διάλεκτο, χωρίς παραλλαγές και με την ίδια προφορά. Το ίδιο μπορούμε να διατυπώσουμε σχετικά και με τους κατοίκους της περιφέρειας Τορούλ και Αργυρούπολης. Ενώ αντίθετα η διάλεκτος της περιφέρειας Ματσούκας είχε περισσότερες παραλλαγές και διάφορη προφορά. Και αυτό συνέβαινε, γιατί ενώ η Κρώμνη με την Τραπεζούντα ερχόταν σε συναλλαγές και επικοινωνία, με τη Ματσούκα δεν είχε ή σχεδόν δεν είχε καμιά επαφή. Υπερηφανευόμασταν οι Κρωμναίοι πως ήμασταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος του Έλληνα Ποντίου στις εκδηλώσεις της ζωής μας. Ίσως αυτό να ήταν εγωιστικό, πάντως αυτή η πεποίθηση επικρατούσε και στους άλλους.
Στο λεξιλόγιο των Κρωμναίων, όπως και όλων των Ποντίων υπάρχουν λέξεις λατινικές, όπως στράτα, μπουκέτο, κουμούλ και το ρήμα κουμουλιάζω και άλλες. Επίρροια της Ρωμαϊκής κατοχής. Τουρκικές λέξεις υπάρχουν πολλές, που εισεχώρησαν κατά το μακρόν διάστημα της δουλείας κάτω από τον βάρβαρο κατακτητή, που με κάθε μέσον επεδίωκε τον αφανισμόν της Ελληνικής γλώσσας. Ωστόσο διατηρήθηκε απόλυτα ο Ελληνικός χαρακτήρας και διεσώθη η γλώσσα, όπως και η θρησκεία και ο Εθνισμός. Διαφέρει η Ποντιακή διάλεκτος από την καθομιλουμένην Ελληνικήν όλης της Ελληνικής επικράτειας, αλλά της διαφοράς αυτής τα αίτια είναι άλλα. Επίσης στην ποντιακή διάλεκτο διατηρήθηκαν λέξεις από την Αρχαία Ελληνική και τον Όμηρο πάρα πολλές. Για το Θέμα αυτό εγράφησαν πολλά από γλωσσολόγους και επιστήμονες. Εδώ δεν Θα αναφέρουμε πολλές, αλλά μερικές χαρακτηριστικές που τιμούν τη διάλεκτο την Ποντιακή και αποδεικνύουν την κατ’ ευθείαν καταγωγή μας από την μητέρα Ελλάδα.
Μερικές λέξεις είναι «δεακλύζω» (Θάλασσα κλύζει πάντα τ’ ανθρώπινα), «πυρριφτώ» (εις πυρ ρίπτω), «λελεύω» (λιλαίομαι), «ποδεδίζω» ποδούμαι, «καταμάγια» από το καταμάσσω, «μακέλ», «δι κέλ», «Θελματοπλέρωτος», «συγκρύβω», «δεξάμενος» κ.ά.
Η λίμα στην Ποντιακή λέγεται «ρινίν» και ρήμα «ρινίζω»από το αρχαίον ρινάω (ω). “Συντυλίζω” τί εκφραστικότερον από την λέξιν συντυλίζω που ίσως μόνον στην Ποντιακή διάλεκτο να υπάρχει και σημαίνει την μετεωρολογική κατάσταση, όπου άγρια χιονοθύελλα με πυκνές νιφάδες και με ισχυρόν και ψυχρόν άνεμον περιτυλίγει τα πάντα, «οξικές φυσά και συντυλίζ’ κι συ που Θα πας»
Υπάρχουν και μερικές λέξεις, που δύσκολα μπορεί κανείς να αποδώσει στην Ελληνική, όπως «φουμίζω» (θυμώνω σιωπηλά και συμμαζεύομαι σε μια γωνιά), «ποτβα» (νοικοκυρά ακάθαρτη, ατημέλητη, που δεν έχει συγυρισμένο τίποτε από το νοικοκυριό της), «φουάταλήχτρεα» (επιπόλαιος, ακατάστατος).
[το άρθρο είναι από την Αδελφότητα Κρωμναίων Καλαμαριάς]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου