26 Οκτωβρίου 2022

το ύψωμα τρία Αυγά στη Νιβίτσα της Αλβανίας

προσωπική μαρτυρία από το έπος του '40 από τον έφεδρο στρατιώτη Πολυχρονόπουλο Γρηγόριο του Αθ.
➤ γράφει ο Μαρίνης Πολυχρονόπουλος, Φιλόλογος – ιστορικός
από την σελίδα εδώ
ξεκινά με την ιστορική αναδρομή και ακολουθεί η προσωπική μαρτυρία
 
[πρώτη δημοσίευση 22.10.2019]
 



η προσωπική μαρτυρία
« Στο στρατόπεδο του 11ο Συντάγματος (Τρίπολη) γρήγορα μας κατέταξαν στις μονάδες μας και μας εφοδίασαν με τα φύλλα πορείας, για το μέτωπο. Στη συνέχεια μας έντυσαν στο τιμημένο χακί και μας έδωσαν αρβύλες και ένα στρατιωτικό σακίδιο και λίγες κουραμάνες. Μας συγκέντρωσαν ύστερα όλους έξω και μας μίλησαν οι αξιωματικοί για λίγο για την αποστολή μας και μετά μας οδήγησαν πεζή κατά το απόγευμα στο σιδηροδρομικό σταθμό για να πάμε στην Αθήνα. Σαν έφτασε το τρένο απ’ την Καλαμάτα, σφυρίζοντας, ήταν φίσκα γιομάτο και επικρατούσε το αδιαχώρητο. Παντού χαιρετούρες, φιλιά και αναφιλητά και μεγάλη κοσμοσυρροή του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί να κατευοδώσει τους στρατιώτες που θα πήγαιναν στο μέτωπο, όλους εμάς, να μας ενθαρρύνει και να μας εμψυχώνει.

 Ανεβήκαμε με δυσκολία και στριμωχτήκαμε στα τελευταία βαγόνια και περάσαμε απ’ το Άργος χωρίς να κάνει την καθιερωμένη στάση. Στην Κόρινθο όμως έκανε στάση για να ανεφοδιαστεί η μηχανή του με κάρβουνο Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν το τρένο έφτασε στους Αγίους Αναργύρους και μας διέταξαν να αποβιβαστούμε. Κατεβήκαμε με τάξη και για να ξεμουδιάσουμε απ’ το πολύωρο ταξίδι και απ’ το στριμωξίδι. Μετά από ημίωρη αναμονή ανεβήκαμε σε άλλο τρένο, που μας θα μας μετέφερε στη Λαμία. Το ταξίδι ήταν πολύωρο και το τρένο ήταν γεμάτο με στρατιώτες. Είχε ξημερώσει για τα καλά. Οι περισσότεροι στρατιώτες στη Λαμία κατεβήκαμε για να συνεχίσουμε την πορεία μας προς το μέτωπο με άλλο μέσο για λόγους ασφαλείας, όπως μας είπαν.


Ανεβήκαμε σε στρατιωτικά καμιόνια, ανά είκοσι και μέσω Δομοκού – Σοφάδων – Καρδίτσας και Τρικάλων φτάσαμε αργά το βράδυ στο Χάνι του Εμίν Αγά. Διανυχτερεύσαμε σε πρόχειρους στρατιωτικούς καταυλισμούς οι περισσότεροι και άλλοι φιλοξενηθήκαμε πρόχειρα σε σαρακατσανέικες καλύβες, όπου οι ντόπιοι τσοπάνηδες μας πρόσφεραν φρέσκο ψωμί, τυρί και ρακί για να στηλωθούμε.

Δυο ώρες νύχτα ξεκινήσαμε με στρατιωτικά καμιόνια για τα Γιάννενα, που φτάσαμε αργά το βράδυ, κατάκοποι και εξαντλημένοι. Στην 8η Μεραρχία θα μας χορηγήσουν συσσίτιο και θα μας δώσουν από μια στρατιωτική χλαίνη άκρως απαραίτητη, όπως αποδείχθηκε, για το μέτωπο. Την επόμενη ημέρα ,αφού μας έδωσαν και τον οπλισμό μας μετακινηθήκαμε αρχικά με καμιόνια και ύστερα με μουλάρια και από ντόπιους ημιονηγούς πεζή και με κάθε προφύλαξη κοντά στον ποταμό Καλαμά, περίπου δέκα χιλιόμετρα από την ελληνοαλβανική μεθόριο.

Μακριά στο βάθος από τη μεριά της Αλβανίας ακούγονταν σποραδικά ριπές πολυβόλων και πυροβόλων όπλων. Ώστε βρισκόμαστε πλέον στο πεδίο των μαχών ! Τα πράγματα, σκέφτηκα, αγρίευαν. Σκέφτηκα πως ο χάρος μας παραμόνευε και μας έστηνε καρτέρι και πως η οικογένειά μου, κάτω στο Μοριά με ήθελε να επιστρέψω ζωντανός για να τη στηρίξω.

Τις σκέψεις μου γρήγορα διέκοψε ένα πρωτόγνωρο βουητό, που ολοένα γινόταν πιο δυνατό. Ένα ιταλικό πολεμικό βομβαρδιστικό αεροπλάνο ξάφνου φάνηκε στο ορίζοντα απ’ τα βορειοδυτικά πετώντας σε χαμηλό ύψος. Ο λοχαγός μας φώναξε γρήγορα να καλυφτούμε κάτω απ’ τα δέντρα ,όπως-όπως και να μην κινιόμαστε. Όλοι άμεσα υπακούσαμε στη διαταγή του. Ενστικτωδώς σταμάτησα εγώ και την αναπνοή μου κι η καρδιά μου χτύπαγε δυνατά. Ο Ιταλός πιλότος ευτυχώς δε μας εντόπισε και κάνοντας μετά από λίγο ελιγμό χάθηκε στο βάθος με κατεύθυνση προς την Αλβανία. Πήραμε όλοι μας βαθιά ανάσα και φορτωθήκαμε τις αποσκευές μας.

Περπατήσαμε περίπου για μιάμιση ώρα και κοντά στη ανατολική όχθη του ποταμού Καλαμά, που κυλούσε με θόρυβο το θολό απ’ τις φθινοπωρινές μπόρες νερό του. Εκεί, μέσα στα φυλλώματα και σε σπηλιές, συναντήσαμε και τους πρώτους μάχιμους στρατιώτες, όλοι τους Ηπειρώτες, που μόλις μας είδαν, μας αγκάλιασαν και μας φίλησαν κάπως ανακουφισμένοι, γιατί τόσο λίγοι σήκωναν μόνοι τους την άμυνα των συνόρων της πατρίδας στην άνανδρη επίθεση των Ιταλών στην αρχή των εχθροπραξιών. Πήραν και πήραμε όλοι μας θάρρος .

Κόντευε να νυχτώσει και όλοι σπεύσαμε σε πρόχειρα αντίσκηνα, κοντά στο ποτάμι να ταχτοποιήσουμε τον οπλισμό μας και να φυλάξουμε τα προσωπικά μας αντικείμενα μέσα στα σακίδιά μας και ύστερα σκεπασθήκαμε με τη χλαίνη μας και μας πήρε ο ύπνος αμέσως από την εξαντλητική πεζοπορία. Οι ντόπιοι φαντάροι συμμερίστηκαν τον κόπο μας και δε μας έβαλαν σκοπιά την πρώτη ημέρα. Την έκαναν οι ίδιοι.

Μπονόρα εγερθήκαμε και ήπιαμε μέσα στην καραβάνα μας λίγο τσάι του βουνού με λίγη κουραμάνα. Τονωθήκαμε και οπλίσαμε τα όπλα μας με σφαίρες, έτοιμοι να σκοτώσουμε ή να σκοτωθούμε.

Ακροβολιστήκαμε κατά μήκος του ποταμού. Σαν πήρε καλά η ημέρα, που ήταν συννεφιασμένη και αυτό μας κάλυπτε από τα εχθρικά αεροπλάνα, άρχισαν τα πολυβόλα να ξερνούν φωτιά και από τις δυο όχθες του ποταμού από απόσταση περίπου πεντακοσίων μέτρων, ίσως και περισσότερο. Κύλησε όλη η ημέρα στο ίδιο σκηνικό. Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη ,σκέφτηκα.

Σίγησαν τα όπλα σαν έπεσε το σκοτάδι και τότε σήμανε η σάλπιγγα για προσκλητήριο. Οι απώλειες στο λόχο μας ήταν μικρές, είχαμε μόνο επιπόλαιους μικροτραυματισμούς, που αντιμετωπίστηκαν στο πρόχειρο ορεινό χειρουργείο του λόχου μας. Έτσι μονότονα κύλησαν οι πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου στη περιοχή του Καλαμά.

Όμως η 8η Μεραρχία επειγόταν, πριν πέσει ο βαρύς και παρατεταμένος χειμώνας να βγει από τη απραξία και να πάρει από τους Ιταλούς την πρωτοβουλία των κινήσεων, απωθώντας τους πέρα από τα σύνορα.
Αποφασίστηκε λοιπόν να επιτεθούμε στις ιταλικές δυνάμεις, που είχαν εγκαταστήσει και προγεφύρωμα στην ανατολική όχθη του ποταμού Καλαμά, περίπου τα δύο χιλιόμετρα πιο κάτω από τις δικές μας θέσεις. Η επιχείρηση, καλά οργανωμένη, στέφθηκε με επιτυχία. Μετά από σφοδρό κανονιοβολισμό βουτήξαμε στο ποτάμι και με την ιαχή αέραα, αέραα τρέψαμε σε άτακτη φυγή τις έντρομες ιταλικές δυνάμεις και τις αναγκάσαμε να συμπτυχθούν και να υποχωρήσουν στις θέσεις εξόρμησής τους, στο βάθος της δυτικής όχθης.

Αυτή ήταν και η πρώτη νίκη μας. Είχαμε όμως και απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες, όπως και οι Ιταλοί πολύ περισσότερους. Είχαμε και αιχμαλώτους Ιταλούς, που τους περικυκλώσαμε από περιέργεια και αρχίσαμε να τους ρωτάμε διάφορα, με τη βοήθεια Έλληνα, που γνώριζε σπαστά λίγα ιταλικά. Ήταν ευγενικοί και πολύ συναισθηματικοί. Τι είχαμε να χωρίσουμε μαζί τους, σκέφτηκα, και αλληλοεξοντωνόμαστε; Πληρώναμε, νομίζω, όλοι μας τους παραλογισμούς και τα πείσματα των μεγάλων!!! Τους φερθήκαμε καλά και την επομένη ημέρα μεταφέρθηκαν, νομίζω, σε στρατόπεδο, στην Ηγουμενίτσα .

Την επομένη πήραμε εντολή να περάσουμε τον Καλαμά και να προχωρήσουμε με κάθε προφύλαξη προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα, μην αφήνοντας το χρόνο στους Ιταλούς να σταθεροποιήσουν τις θέσεις τους και μάλιστα τώρα που το ηθικό τους ήταν πεσμένο από τη χθεσινή τους ήττα. Μας εξυπηρετούσε μάλιστα που ο καιρός άρχισε να χαλάει και ένα κρύο ενοχλητικό ψιλόβροχο έπεφτε ασταμάτητα και έτσι δε θα είχαμε βομβαρδισμούς των θέσεών μας από τα εχθρικά αεροπλάνα.

Ανηφορίσαμε σε μια βουνοπλαγιά και πλησιάσαμε κατά το απόγευμα σε έναν ελληνικό οικισμό. Η περιοχή ήταν δασωμένη από πουρνάρια και δέντρα και στείλαμε κατασκόπους για αναγνώριση της γύρω περιοχής.

Ξεκουραστήκαμε για λίγο πρόχειρα και σαν επέστρεψαν μας είπαν πως οι Ιταλοί είχαν συμπτυχθεί βορειότερα πέρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, στο όρος Κουρβελέσι., που δέσποζε στην κοιλάδα του ποταμού Δρίνου, παραπόταμου του Αώου ή Βοϊδομάτη.

Εκεί θα μας καθήλωναν με τα πολλά πολυβολεία τους ,που είχαν εγκατεστημένα. σε στρατηγικά σημεία και από τις δύο πλευρές του ποταμού.

Συνεχίσαμε για λίγες ημέρες τις αψιμαχίες με τους Ιταλούς ,όταν πληροφορηθήκαμε, πως η 8η Μεραρχία είχε περάσει την ελληνοαλβανική μεθόριο διέσπασε τις ιταλικές δυνάμεις και σφυροκοπούσε τώρα τις θέσεις τους στην περιοχή του Αργυροκάστρου μια πόλη στην οποία το ελληνικό στοιχείο ήταν περισσότερο απ’ το αλβανικό εκείνη την εποχή. Ήταν θέμα λίγο ωρών η πόλη να καταληφθεί, όπως και συνέβη στις 8 Δεκεμβρίου.

Το πανηγυρίσαμε δεόντως, ντουφεκίζοντας στον αέρα και ζητωκραυγάζοντας, γιατί τα πρώτα χιόνια είχαν σκεπάσει το αλβανικά βουνά και έπρεπε επειγόντως να βρούμε κτίρια - καταλύματα να ξενυχτάμε. Οι σκηνές και οι πρόχειροι καταυλισμοί δε μας προστάτευαν, σαν έκοβε η νύχτα. Το κρύο διαπεραστικό ,μας περόνιαζε ως το μεδούλι και δε μας άφηνε να κλείνουμε μάτι. Μας μοίραζαν για θερμαντικό λίγες σταφίδες κι αυτές μετρημένες. Αλλά τίποτα. Φέρναμε όλη τη νύχτα φούρλες μέσα στη χλαίνη μας, πότε προς τη δεξιά και πότε στη ζερβιά πλευρά. μας.

Ένα πρωί δεν ένιωθα τα πόδια μου, πρήσθηκαν και είχαν γίνει τούμπανο και δεν έβγαιναν απ’ τις αρβύλες μου. Έβαλα τις φωνές και έσκουζα απ’ τους αφόρητους πόνους. Με βοήθησαν άλλοι φαντάροι και με το στανιό τις έβγαλα και σηκωτό με πλησίασαν στο ξέφωτο κοντά σε μια φωτιά, που είχαν άλλοι ανάψει, για να ζεσταθεί όλος ο λόχος. Σα ζεστάθηκαν τα πόδια μου και στέγνωσα τις κάλτσες μου , κάπως συνήλθα και φόρεσα ξανά τις αρβύλες και άρχισα το ζέσταμα ,πηλαλώντας. Δεν πάει άλλο σκέφτηκα, αν γλυτώσουμε απ’ τους Ιταλούς θα μας θερίσει σίγουρα το κρύο θα πάθουμε κρυοπαγήματα και θα μείνουμε στην υπόλοιπη ζωή μας ανάπηροι. Αυτό έγινε το πρώτο θέμα στις μεταξύ μας καθημερινές συζητήσεις.

Σαν ξάνοιξε λίγο ο καιρός πήραμε διαταγή να προχωρήσουμε βόρεια προς το όρος Κουρβελέσι , νοτιοδυτικά του Δρίνου περνώντας την ελληνοαλβανική μεθόριο, πατώντας για πρώτη φορά σε αλβανικό έδαφος. Μας ορμήνεψαν να μην εμπιστευόμαστε τους Αλβανούς και να είμαστε δύσπιστοι μαζί τους .Έπρεπε επίσης να ευθυγραμμιστούμε και με την 8η μεραρχία ,που είχε εισχωρήσει βαθιά και πέρα απ’ το Αργυρόκαστρο και να τις καλύψουμε τα νώτα της από τη νότια πλευρά και να σταθεροποιηθούμε πάση θυσία στο μέτωπο.
Προχωρήσαμε άτακτα και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στο όρος ,ενώ ο χιονιάς είχε ενσκήψει για τα καλά.

Έπρεπε πριν βραδιάσει να φτάσουμε σε ένα αλβανικό χωριό ,που μόλις διακρινόταν με τα κιάλια. Εκεί θα στρατοπεδεύαμε ,περιμένοντας νέες οδηγίες. Φτάσαμε στο χωριό, που οι Αλβανοί ευτυχώς το είχαν εγκαταλείψει ακολουθώντας τους Ιταλούς, που οπισθοχωρούσαν μη προβάλλοντας κάποια αντίσταση. Παραβιάσαμε τις διπλομανταλωμένες πόρτες με ευκολία και ανάψαμε φωτιά για να στεγνώσουμε. Σε κάποια χαμόσπιτα βρήκαμε κάποιους γέρους ανήμπορους. Δεν τους πειράξαμε, αλλά μοιραστήκαμε το φτωχικό τους για να περάσουμε τη χειμωνιάτικη νύχτα.

Η επιμελητεία μας μοίρασε λίγες σταφίδες και μισή κουραμάνα. Με αυτά θα ξενυχτούσαμε. Βάλαμε και σκοπιές για τη νύχτα, που ήταν θεοσκότεινη και δεν κινιόταν τίποτα. Από ζεστασιά την περάσαμε καλύτερα, αλλά η κοιλιά μας γουργούριζε, που ήταν αδειανή.

Αργά την άλλη ημέρα ο λοχαγός μας, κοιτώντας με τα κιάλια, είδε ψηλά και σε απόσταση περί τα πεντακόσια μέτρα ιταλικό φυλάκιο στο ύψωμα Μάλι Σπατ, που μόλις διακρινόταν απ’ το χιόνι, που πάλι άρχισε να πέφτει πυκνό με το τουλούμι!!! Αν τους είχαν ειδοποιήσει, έλεγε, οι Αλβανοί η θέση μας είναι δύσκολη. Μπορούν κάλλιστα να μας χτυπήσουν με τα πολυβολεία τους , προκαλώντας μας μεγάλη ζημιά. Έγινε σύσκεψη με τους επιτελείς της 4ης Μεραρχίας και με τον ασύρματο δόθηκε ρητή εντολή να εξουδετερωθεί το φυλάκιο των Ιταλών για να την ασφάλειά μας και να ανοίξει ο δρόμος προς το Τεπελένι .
Με ορμητήριο το αλβανικό χωριό και οδηγούς Αλβανούς την άλλη ημέρα, 28 Δεκεμβρίου του 1940 πλαγιοκοπήσαμε το ιταλικό φυλάκιο και αρχίσαμε την επίθεση. Οι Ιταλοί ταμπουρωμένοι μέσα στο φυλάκιο με σφοδρό κανονιοβολισμό μας καθήλωσαν στις θέσεις μας και μας προκάλεσαν σοβαρές απώλειες. Εκεί άφησαν την τελευταία τους πνοή αρκετοί Έλληνες σύντροφοί μας, που τους μαζέψαμε, τους κλάψαμε και τους θάψαμε πρόχειρα στο κοιμητήριο του χωριού, την επομένη.

Λυπήθηκα πολύ, γιατί ήταν όλα τους άξια παλικάρια, που έπεσαν για τη λευτεριά μας. Οι ιταλοί πολυβολητές, που καθυστέρησαν για μια ημέρα την πορεία μας, την επομένη εγκατέλειψαν το φυλάκιο υποχωρώντας με κατεύθυνση προς το Τεπελένι.

Την επομένη ημέρα, που χιόνιζε ακατάπαυστα, βρισκόμαστε άλλωστε σε μεγάλο υψόμετρο, προχωρήσαμε αργά προς το ορεινό χωριό Νιβίτσα, που απείχε μόλις δεκατρία χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από το Τεπελένι. Κι εδώ καταλύσαμε ανά πέντε φαντάροι σε χαμόσπιτα, που ήταν στεγασμένα από λίθινες πλάκες και σε καλύβες ζώων. Καλύτερα έτσι, σκέφτηκα ,παρά στις σχισμένες σκηνές και στα αντίσκηνα. Το χωριό ήταν μεγάλο και μας στέγασε όλους προσωρινά.

Βάλαμε στις κύριες εισόδους σκοπιές και αναμέναμε οδηγίες απ’ Μεραρχία . Αλλά φευ, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Είχε χαθεί η επικοινωνία μας με τον άλλο κόσμο και με τις μονάδες διοίκησης .Αλλά ούτε η επιμελητεία μας ανεφοδίαζε, αφού μας είχε χάσει μέσα στην κακοχειμωνιά. Βάλθηκαν και τα στοιχεία της φύσης να μας ξεπαστρέψουν. Και η ίδια η φύση αγριεύει, όπως και οι άνθρωποι και τιμωρεί αμείλικτα.

Μετά από τρεις - τέσσερις ημέρες, ξεχασμένοι από θεούς και ανθρώπους, με χιόνια άπατα και με διαπεραστικό κρύο, που τσάκιζε κόκαλα, επί τέλους ήλθαμε σε επαφή με τη διοίκηση. Μας ανεφοδίασαν με λιγοστά τσουβαλάκια ρύζι, κουραμάνες και με πολεμικό υλικό.

Η εντολή ήταν να προχωρήσουμε πολεμώντας προς το Τεπελένι, και να ενωθούμε με την 8η Μεραρχία ,που είχε επιχειρήσει να διασπάσει και τη σιδερόφραχτη άμυνα της Κλεισούρας. Χρειαζόταν όμως την υποστήριξη και της δικής μας Μεραρχίας για την κάλυψη της από το νότο. Σα κάλμαρε λιγάκι ο καιρός και ξάνοιξε η ημέρα, ο διοικητής του 11ου Συντάγματος έκανε με τους επιτελείς του αναγνώριση του χώρου.

Διαπίστωσαν πως ο δρόμος προς το Τεπελένι δεν ήταν καθόλου εύκολος. Περί τα δύο χιλιόμετρα απ’ το χωριό και ψηλότερα ορθώνονταν τρεις φαλακροί λόφοι - βουναλάκια καταμεσής του κάμπου, που καθώς ήταν κατάλευκα απ’ το χιόνι κι άσπριζαν στον ήλιο έμοιαζαν απαράλλαχτα με αυγά και τα βαφτίσαμε τρία Αυγά. Πολύ πετυχημένος ο χαρακτηρισμός αυτός, σκέφτηκα

Όποιος πεινάει καρβέλια ονειρεύεται ! Στους τρεις αυτούς λόφους – αυγά , που βρίσκονταν στο δρόμο μας για το Τεπελένι και απείχαν μεταξύ τους κάπου πενήντα μέτρα στην κορυφή τους οι Ιταλοί είχαν εγκαταστήσει απ’ την αρχή του πολέμου πολυβολεία και επιτηρούσαν, ως Κέρβεροι ,τον κάμπο, που τα ένωνε με το χωριό. Είχαν μάλιστα κάνει και οχυρωματικά έργα, τα είχαν κάνει απόρθητα. Ούτε μύγα, που λέει ο λόγος, δε μπορούσε να ξεμυτίσει και να μη γίνει αντιληπτή. από τους Ιταλούς, που τα υπεράσπιζαν .

Αρχικά η διοίκηση υποτίμησε τη σημασία τους και νόμιζε πως με συνεχή επίθεση θα μπορούσε να τα καταλάβει. Οι Ιταλοί πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση και υποχωρήσαμε με πολλές απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες. Ίσως έπρεπε κάποιος ή κάποιοι στρατιώτες να τα προσεγγίσουν προσεχτικά και αιφνιδιαστικά με χειροβομβίδες να εξοντώσουν τη φρουρά τους. Ποιος όμως θα αναλάμβανε αυτή την παράτολμη επιχείρηση;  Ήταν σα να αυτοκτονούσε. Γι’ αυτό και ο διοικητής δεν πίεσε κανένα και έδωσε χρόνο να το σκεφτούν οι στρατιώτες του και σε εθελοντική βάση να δεχτούν να δράσουν .

Μας συγκέντρωσε όλους σε ένα ξέφωτο, μέσα στο χιόνι και μας μίλησε με θερμά λόγια:

- Ακούτε εδώ λεβέντες μου, είπε ο διοικητής μας, θέλω έναν αητό ψυχωμένο, ένα σβέλτο παλικάρι, που το λέει η περδικούλα του. Θα προτιμούσα να’ ναι ανύπαντρος, να μην έχει παιδιά και τ’ αφήσει ορφανά, να μην αφήσει πίσω χήρα γυναίκα. Αυτός θα αναλάβει την επικίνδυνη αποστολή, που τη θεωρώ πολύ σπουδαία . Σκεφτείτε το, δε θέλω βιασύνη. Αυτή είναι μεγάλη απόφαση. Περιμένω εθελοντή.
Αυτά είπε και προχώρησε προς το υποτυπώδες πρόχειρο γραφείο του με τους επιτελείς του.
Τον ακολούθησα χωρίς να το πολυσκεφτώ. Χτύπησα την πόρτα και με το πέρασε, μπήκα μέσα.

–Εγώ κύριε διοικητά τ’ αποφάσισα. Θα πάω μόνος μου ως τα τρία Αυγά. Θα σουρθώ μες το χιόνι σα το φίδι και θα χτυπήσω πρώτα το δεξιό φυλάκιο, που είναι προς το γκρεμό. Μετά θα γυρίσω το οπλοπολυβόλο προς το άλλο φυλάκιο και θα τους αιφνιδιάσω. Οι Ιταλοί είναι χεζήδες και θα το βάλουν στα πόδια .

Έστριψε για λίγο το ψαρί του μουστάκι και με κοίταξε απ’ την κορφή ως τα νύχια. διερευνητικά. για λίγα λεπτά και ύστερα μ’ απάντησε :

- Σάμπως το σχέδιό σου έχει ενδιαφέρον για συνέχισε, μου λέει…

- Τι δουλειά έκανες στο χωριό σου, σε βλέπω ευκίνητο και κοντακιανό αλλά ψημένο και νευρώδη ;

-Μπα τίποτα σπουδαίο, του απάντησα... Βόσκω γιδοπρόβατα με τη γυναίκα μου στους λόγγους και κυνηγάω. Με διακόπτει αμέσως.

- Δε τη σκέπτεσαι, την καψερή, που μπορεί να μείνει χήρα ; Μήπως έχεις και παιδιά ; με ρώτησε .

- Μια κόρη που μόλις περπατάει και ένα παιδί στην κοιλιά..
- Μα αυτό έπρεπε να σε κάνει δισταχτικό παιδί μου, μού είπε.
- Κύριε διοικητά μου και τους σκέφτομαι και τους αγαπώ, αλλά νομίζω πως θα τα καταφέρω και θα επιστρέψω στο σπίτι μου ζωντανός για να τους στηρίξω.
Μόνο τούτο σου λέω, το σόι μου κρατάει απ’ τους Κολοκοτρωναίους!!!
- Ε ,τότε δεν έχω παρά να σου ευχηθώ καλή τύχη, μου είπε επιφυλαχτικά.
- Τη χρειάζομαι, τ’ απάντησα .
Δεν πρόσθεσε τίποτε άλλο, γιατί με είδε αποφασισμένο. Δεν ξέρω, αν πραγματικά πείσθηκε, αλλά με παρέπεμψε στον αρμόδιο αξιωματικό για τα περαιτέρω. Ο αξιωματικός με εφοδίασε με δύο χειροβομβίδες και με ένα λευκό αμπέχονο για καμουφλάζ πάνω στο λευκό χιόνι. Μου είπε να ξεκινήσω μπονόρα και ότι αυτός θα παρακολουθεί την πορεία μου με τα κιάλια και θα έχει έτοιμο το λόχο μου για υποστήριξη και αντιπερισπασμό .

Τον χαιρέτησα και αποσύρθηκα στο κατάλυμά μου για ανάπαυση. Ήξερα πως έπαιζα με τη φωτιά, αλλά σκέφτηκα πως η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς. Πλάγιασα, αλλά άργησε να με πάρει ο ύπνος. Είναι αργά πλέον, σκέφτηκα, να αναιρέσω το λόγο μου. Εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα. Πιστεύω στις δικές μου δυνάμεις και ικανότητες και ο Θεός βοηθός, είπα από μέσα μου.

Ξύπνησα μια ώρα νύχτα, πήρα τον εξοπλισμό μου και πήγα κατευθείαν στη διοίκηση για τις τελευταίες οδηγίες και χτύπησα την πόρτα. Μου άνοιξε την πόρτα ένας φρουρός. Τον καλημέρισα και μπήκα μέσα.

Μόλις είχαν βράσει τσάι και το έπιναν αχνιστό. Μου πρόσφεραν κι εμένα σε ένα χαλκωματένιο κύπελλο. Ο αξιωματικός, σα να με περίμενε, με συμβούλεψε πατρικά και με εμψύχωσε λέγοντάς μου.

– Ήλθε η ώρα να αποδείξεις στην πράξη τι αξίζεις και να δοξάσεις το ηρωικό μας 11ο Σύνταγμα. Μη τους φοβάσαι τους Ιταλούς, θα λακίσουν και δε θα αντισταθούν .

Ο λόχος σου θα σε ακολουθεί από απόσταση ασφαλείας για να τους παραπλανήσουμε, ώστε να βρεις το χρόνο να τους προσεγγίσεις. Εγώ θα σε παρακολουθώ με τα κιάλια, αν το επιτρέπει ο καιρός. Προχώρα με θάρρος και θα τα καταφέρεις .

Βγήκα έξω και πήρα την ανηφόρα προς το δεξιό φυλάκιο Συνέχισε να ρίχνει πιτουρίδα και δε διέκρινες άνθρωπο ούτε στα δέκα μέτρα. Αυτό με βόλευε, δε θα με ιδούν και θα τους αιφνιδιάσω, σκέφτηκα. Σε λίγο κουράστηκα απ’ τον ανήφορο και οι αρβύλες μου βάρυναν και γίνονταν ασήκωτες, καθώς βούλιαζαν μες το χιόνι, που ξεπερνούσε το ένα μέτρο. Πήρα βαθιά ανάσα και συνέχισα την πορεία μου. Υπολόγισα πως θα είχα καλύψει τη μισή απόσταση, όταν σταμάτησε να πέφτει το χιόνι και θα μπορούσαν να με εντοπίσουν οι αντίπαλοι.

Ένας παγωμένος αέρας κατέβαινε απ’ τις κορφές των βουνών, που κυριολεχτικά ξύριζε το πρόσωπό μου. Άρχισα τότε να σούρνομαι πάνω στο χιόνι, που άρχισε και να παγώνει. Τράβηξα λίγο δεξιότερα προς κάποια κατσοπούρνια, έπαιρνα βαθιές ανάσες, ξαπόσταινα και ύστερα συνέχιζα. Έπειτα, σαν ξεπέρασα σε ευθεία το δεξιό φυλάκιο, σύρθηκα προσεχτικά σαν το φίδι πάνω στο χιόνι και το πλησίασα στα πενήντα μέτρα.

Σταμάτησα και έστησα αυτί. Δεν άκουσα τίποτα. Δε θα μπορούσαν και να με ιδούν, καθώς προς το μέρος μου δεν υπήρχε άνοιγμα προς τη βορεινή πλευρά και όλο το φυλάκιο ήταν σκεπασμένο από πάνω από ένα μέτρο χιόνι τουλάχιστον.

Σταυροκοπήθηκα, πήρα βαθιά ανάσα και σκέφτηκα πως τώρα θα πρέπει να δράσω ακαριαία... Πλησίασα ακόμη το δεξιό φυλάκιο και διέκρινα τη μπούκα του ιταλικού πυροβόλου, που ήταν στραμμένο προς το χωριό Νιβίτσα και είχε θερίσει πολλούς απ’ τους συντρόφους μου την προηγουμένη.
Σούρθηκα κοντά στα πέντε μέτρα από το πολυβολείο, απασφάλισα την χειροβομβίδα και την πέταξα προς το φυλάκιο σκύβοντας ,όσο μπορούσα με το κεφάλι προς το χιόνι και κλείνοντας τα αυτιά μου περίμενα να σκάσει. Σε λίγο ένας δυνατός κρότος με λάμψη τάραξε τον γύρω τόπο και μαζί χιόνι και κομμάτια του φυλακίου και διαμελισμένα πτώματα της φρουράς του τινάζονταν στον αέρα.
Δε γνώριζα ακόμη πόσους Ιταλούς έστειλα στον Άδη και πόσες μανούλες θα τους κλαίνε σε λίγο, σκέφτηκα, αλλά αυτά έχει ο πόλεμος, ο θάνατός σου, η ζωή μου.

Με κάθε προφύλαξη πλησίασα το διαλυμένο εχθρικό φυλάκιο και διαπίστωσα πως και οι τρεις Ιταλοί πολυβολητές ήταν νεκροί. Άρπαξα ένα ανέπαφο οπλοπολυβόλο γρήγορα και καλυπτόμενος πίσω απ’ τα συντρίμια ,άρχισα να χτυπάω και το δεύτερο φυλάκιο. Η φρουρά του τα έχασε ,δεν μπορούσε άλλωστε να δει από πού δέχονταν τους πυροβολισμούς.

Ο αιφνιδιασμός πέτυχε απόλυτα. Έντρομοι οι Ιταλοί υπερασπιστές βγήκαν έξω με ψηλά τα χέρια και παραδόθηκαν στους πρώτους φαντάρους του λόχου μου, που στο μεταξύ είχαν φτάσει για να με στηρίξουν . Στο τρίτο φυλάκιο οι Ιταλοί δεν πρόλαβαν ούτε ντουφεκιά να ρίξουν, ίσως φαίνεται πως τους πιάσαμε στον ύπνο, δε μας περίμεναν. Όταν αντιλήφθηκαν, πως είναι από παντού κυκλωμένοι, προτίμησαν να παραδοθούν και τους αφοπλίσαμε.

Πετύχαμε ανέλπιστη νίκη και το ζητωκραυγάσαμε με πυροβολισμούς και άγριες κραυγές. Ύστερα όλοι μαζί κατηφορίσαμε προς το χωριό με τους Ιταλούς. Εγώ όμως από την υπερπροσπάθεια τρέκλιζα, δε με βαστούσαν τα πόδια μου και οι σύντροφοί μου πάνω σε πρόχειρο φορείο με κατέβασαν σχεδόν μισολιπόθυμο στο χωριό Νιβίτσα.

Εκεί μου έβγαλαν τις αρβύλες και τις βρεγμένες κάλτσες και τύλιξαν τα πόδια μου με στεγνές μάλλινες κάλτσες και επιδέσμους, ενώ μου έδωσαν και ζεστή σούπα ρύζι για να στυλωθώ. Τη νύχτα απ’ το σιβηρικό ψύχος τα πόδια μου δεν τα κούναγα καθόλου, πάλι έγιναν τούμπανο, είχα ξεπαγιάσει και έσκουζα από τον αφόρητο πόνο.

Το επόμενο πρωί με εντολή του διοικητή, όταν με είδε σε αυτή την κατάσταση και αφού μου έδωσε τα προσωπικά του συγχαρητήρια, με κατέβασαν στην έδρα της 4ης Μεραρχίας και με είδαν οι γιατροί. Μου χορήγησαν αμέσως αντιπυρετικό φάρμακο και γνωμοδότησαν πως έπρεπε εσπευσμένα να μεταφερθώ σε νοσοκομείο.

Ύστερα με στρατιωτικό καμιόνι, μαζί με άλλους αρρώστους στρατιώτες από πνευμονία και κρυοπαγήματα, μεταφερθήκαμε στο νοσοκομείο στα Γιάννενα, όπου πέρασα περίπου ένα μήνα μέχρι να συνέλθω .Θυμάμαι, πως εκεί πρωτάκουσα και τους στίχους του δημοτικού τραγουδιού, που κάποιος ανώνυμος στιχουργός έγραψε :

« Ν’εσείς βουνά της Κορυτσάς και κάμποι της Χειμάρρας ,
φέτος μη πρασινίσετε, λουλούδια να μη βγάλτε,
για το κακό που έγινε εδώ στην Αλβανία...»

Μέσα στο νοσοκομείο πληροφορήθηκα πως το 11ο Σύνταγμα της 4ης Μεραρχίας είχε προχωρήσει και είχε καταλάβει το Τεπελένι. Στο μυαλό μου πέρασε νοερά και η δική μου μικρή, ελάχιστη συμβολή στην επιτυχία αυτή και ένοιωσα ικανοποίηση και υπερηφάνεια. Δεν ξαναπήγα στο μέτωπο, απολύθηκα λόγω κρυοπαγημάτων α΄ βαθμού και επέστρεψα μετά από επίσης μεγάλες δυσκολίες στο χωριό μου. Από τότε ,ως σήμερα κύλησε πολύς χρόνος ,αλλά τα κρυοπαγήματα, που απόχτησα πάνω στα ελληνοαλβανικά βουνά δε με εγκατέλειψαν ποτέ. Και τώρα, μέσα στα βαθιά μου γεράματα, ο μεγάλος μου γιος, ο Μαρίνης , όταν θέλει να μου τονώσει το ηθικό και να με κάνει να γελάσω πειραχτικά με ρωτά :

- Έπεσε το Τεπελένι γέρο ;
- Έπεσε ρε, του απαντώ
- Και τα τρία Αυγά ; με ξαναρωτά
- Και τα τρία Αυγά, τον καθησυχάζω φωναχτά»

Γλανιτσιά, Σεπτέμβρης του 1976
25 Οκτωβρίου 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: