24 Νοεμβρίου 2021

λέγαμε Ελλάδα και θαρρούσαμε πως ήταν εκκλησία…

➤ το παρακάτω κείμενο είναι από την ιστοσελίδα "ένωση Μακεδόνων Κερκύρας" - εδώ - αλλά η πηγή είναι ο Ε' τόμος της "Εξόδου" του ΚΜΣ
➤ η μαρτυρία είναι της Ανατολής Ερμείδου από την Τέρελη (ή Δέρελη) της Κερασούντας
➤ θέλουμε εδώ να τονίσουμε ότι η λέξη Ελλάδα ήταν άγνωστη στα λαϊκά στρώματα. Μόνο οι λόγιοι, οι μαθητές, οι κάπως εγγράμματοι παπάδες κλπ. είχαν γνώση
➤ δείτε παρακάτω τι γράφει ο Γ.Θ. Κανδηλάπτης :

➤ Ρούμ : έτσι ονόμαζαν οι Τούρκοι, Άραβες κλπ. την Ελληνοβυζαντινή αυτοκρατορία και τους Έλληνες κατοίκους της. Οι Τούρκοι, κατά τα τελευταία έτη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ονόμαζαν τους μεν Έλληνες το γένος, υπηκόους της Οθωμ. αυτοκρατορίας Ρούμ, τους δε Έλληνες της ελεύθερης Ελλάδας Γιουνάν. Επί Βυζαντινής αυτοκρατορίας οι Έλληνες αυτοαποκαλούντο Ρωμαίοι ή Ρωμιοί. Το "Ρωμαίος" και "Ορωμαίος" (από τη συνεκφορά μετά του άρθρου Ο) αποτελούσε το εθνικό όνομα του Έλληνα κατοίκου του Πόντου. 
     • Γ.Θ. Κανδηλάπτης "γεωγραφικόν και ιστορικόν λεξικόν..."

[πδ Αύγουστος 2017]



➤ λέγαμε Ελλάδα και θαρρούσαμε πως ήταν εκκλησία…
   • μαρτυρία Ανατολής Ερμείδου (Αθήνα)
   • από το ΚΜΣ η Χαρά Λιουδάκη, 1962

Γεννήθηκα στην Τέρελη (21,5 χλμ. νότια-νοτιοανατολικά της Κερασούντας) στα 1887. Ο πατέρας μου ήταν από το Τσαγράκ. Κατέβηκε από εκεί, εγκαταστάθηκε στην Τέρελη και άνοιξε σιδεράδικο. Ντεμιρτζής ήταν. Έντεκα ψυχές ήμασταν στο σπίτι μας. Στο σχολείο δεν πήγα. «Τα κορίτσια τι τα θέλουνε τα γράμματα;» έλεγε ο πατέρας μου. Βοηθούσα στις δουλειές του σπιτιού. Παντρεύτηκα πολύ μικρή. Δεκάξι χρονών ήμουνα, δεν ήμουνα. «Να πεθάνει ο άντρας μου», έλεγα, «να πάω στη μάνα μου». Απλοί άνθρωποι ήμασταν, δεν είχαμε πονηριές.

Τώρα, με τον άντρα μου μείναμε στην Τέρελη, Χαράλαμπο Ερμείδη τον λέγανε. Ήταν δάσκαλος και είχε και εμπορικό. Όλα χαθήκανε. Όλα μας τα πήρανε οι Τούρκοι, όλα. Όλα τα αφήκαμε και φύγαμε. Τον άντρα μου τον σκότωσαν. Ήταν δάσκαλος και σα δάσκαλος πρωτοστατούσε και μάζευαν χρήματα και τα έστελναν εδώ στην Ελλάδα. Ποιος ήτανε εδώ, εμείς δεν ξέρουμε. Λέγαμε Ελλάδα και θαρρούσαμε πως ήταν εκκλησία. Τη σκεφτόμασταν και δουλεύαμε γι’ αυτήν. Γι’ αυτό πιάσανε τον άντρα μου μαζί με άλλους και τον σκοτώσανε ένα-δυο χρόνια πριν από την εξορία.

Άη Βασιλειού παραμονή, εμένα, χήρα με τέσσερα παιδιά, με βγάλανε στο δρόμο {…} Με ξεχώρισαν από τους συγχωριανούς μου. Αυτοί είχαν άντρες, επαγγελματίες άντρες, που θα δούλευαν για λογαριασμό τους. Εγώ τι να τους κάνω, μια χήρα γυναίκα με τέσσερα ανήλικα μωρά. Νύχτα, παραμονή Άη Βασιλειού το 1916, κλείδωσα το σπίτι, πήρα μόνο ένα παπλωματάκι, τύλιξα το μωρό μου -τριών χρονών μωρό κορτσόπον ήτανε-, πήρα και τα άλλα τρία παιδιά μου, τους είπα να με κρατούν από το ρούχο μου για να τρέχουν κοντά μου, έβαλα το κλειδί στην τσέπη και πάγω. Πάγω, κι ο τσαρμαντάς ξοπίσω ακολουθά να μην τους φύγω. Κι έχω πάντα το μωρό στην αγκαλιά και τ’άλλα ακολουθούν. {…}

Ήταν χειμώνας, ένα μέτρο το χιόνι. Οι στρατιώτες οι Έλληνες το ανοίγανε για να περάσουμε. Εγώ έμενα πίσω, τρεις ώρες πίσω από το σεφκιέτ. Σήκωνα κι έσερνα παιδιά. Κάποτε ο τσανταρμάς με λυπότανε. Έβλεπε τα παιδιά, έπαιρνε ένα στην αγκαλιά του, τ’άφηνε όμως κοντά στο σταθμό, να μην τον δούνε οι άλλοι και βρει μπελά. Μιαν άλλη μέρα έφτασα πάλι εκεί που ήταν το σεφκιέτ. Τόπος δε βρέθηκε να κάτσω. Ήταν τα πόδια μου πρησμένα από το δρόμο. Κάθισα μέσα στα νερά κι έβαλα δίπλα μου και τα μικρά μου παιδιά. Ο Τούρκος, που εγύριζε με το φανάρι με είδε. Με λυπήθηκε. «Σήκω, κακομοίρη, από τα νερά» Σηκώθηκα, πήρα και τα παιδιά. Μας πήρε και μας πήγε σε έναν αχυρώνα. {…}

Μας ανακάτεψαν με άλλα χωριά. Κάποτε το μωρό μου από την πείνα και το κρύο πέθανε. Το κρύο κορμί του ακουμπά στο στήθος μου. Πορπάναμε, πορπάναμε και το νεκρό παιδί μου το έχω πάντα στην αγκαλιά μου. Που να το αφήσω, να μου το φάνε τα σκυλιά. Αργά το βράδον φτάσαμε σε ένα ρωμέικο χωριό. Τέσσερα γρόσια πήρε ένας Ρωμιός και πήγε να το θάψει. Τ’ άφησα και κλαίω…..

Πορπάναμε, πορπάναμε, πορπάναμε! «Λίγο ψωμόπον, λίγο ψωμόπον», ζητά το αγοράκι μου των δώδεκα χρονών, κι εγώ που να το βρω. Βάζω νερό ζεστό στο πιάτο. «Ελάτε, φάτε παιδιά». Αυτά τους έκανα για να τα ξεγελάσω. Και φτάσαμε στην άνοιξη. Κι ανοίγουνε τα δέντρα. Κι εμείς επέσαμε όλοι στα τρυφερά τους φύλλα. Τρώμε τα φύλλα, τρώμε τα χορτάρια. «Σαν τα γίδια πέσανε πάνω στα δέντρα», λέει ο τσανταρμάς μα δε μας διώχνει.
Ήρθε η άνοιξη και φτάσαμε στο καλοκαίρι. Έπαιρνα ένα-ένα καλαμπόκι, έσπανα πάνω στην πέτρα κι έκανα φαϊ στα παιδιά. Που φύγαμε περάσαμε από Γαράσαρη, πήγαμε μέσα Σεβάς (είναι η Σεβάστεια), Αμάσεια, γυρίσαμε πόλεις και χωριά {…}

Δυο Πάσχα κι ένα καλοκαίρι ακόμα κάναμε στα βουνά. Γυρίσαμε στην Κερασούντα με την ψυχή στο στόμα. Είχα χάσει το ένα παιδί στην εξορία, κινδυνεύω να χάσω και τα άλλα. Το ένα ήταν πρησμένο από το δρόμο και την πείνα. Μου πέθανε κι αυτό. Συ πλυσιματί το σκαφίδ’ το έβαλα και πήγα και το έθαψα στ’ αρμένικα νεκροταφεία. Τα δικά μας δε χωρούσανε πια….
Σταθήκαμε στην Κερασούντα. Έκανα χαμαλίκι και κοίταζα τα δυο παιδιά μου. Ύστερα ήρθε διαταγή από το Βενιζέλο να έρθουμε στην Ελλάδα. Δεν πιστεύαμε. «Δευτέρα Παρουσία», λέγαμε, «θα μας ρίξουν στη θάλασσα!». Με ένα τσουβάλι ψωμί μπήκα στο βαπόρι. Φτάσαμε στην Πόλη. Τότε στην Κερασούντα είχανε τον Οσμάν αγά. Ενώ ήμασταν στο λιμάνι, ήρθε και με το τούρκικο βαπόρι του χτύπησε το δικό μας. Δεν άντεξε το πλοίο κι έκανε μεγάλη τρύπα. Οι ναύτες έδωσαν σήμα και ήρθαν και μας άδειασαν.

Μετά, από την Πόλη με ελληνικά πλοία ήρθαμε στην Ελλάδα. Ένα μήνα γυρίζαμε στη θάλασσα. Γεμίσαμε ψείρα και οι περισσότεροι πέθαιναν. Μας έβγαλαν στο Βίδο, ένα νησάκι στην Κέρκυρα. Δεκαπέντε πηγάδια είχε, και τα στερέψαμε για να πλυθούμε! Και πεθαίναμε κάθε μέρα. Το νησάκι γέμισε μνήματα.

Μια επιτροπή ήταν εκεί κι αποφάσιζε που να μας στείλει. Η μητέρα μου φρόντισε και μας έστειλαν στην Αθήνα. Πήγα, αγόρασα ένα αντίσκηνο και ήρθαμε και το στήσαμε. Αρρώστησα. Όταν έγινα λιγάκι καλά, επήγα και δούλευα στα περιβόλια. Ανάστησα τα παιδιά μου. Μετά ξετσουμίσανε κι αυτά, δουλέψαμε και χτίσαμε μόνοι μας παράγκα και μπήκαμε. Ύστερα από είκοσι χρόνια μας έδωσαν αυτά τα σπιτάκια, ένα δωμάτιο και μια κουζίνα έξι άτομα. Από την ημέρα που τα πήραμε, τα εγγόνια μου, μεγάλα, κοιμούνται με τη μάνα και τον πατέρα τους. Εκείνος που τα έχτισε, κάθεται μέσα; Ούτε νερό είχαν, ούτε ηλεκτρικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: